βαλιός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαλῐός''': -ά, -όν, (βάλλω) Λατ. varius, [[στικτός]], [[ποικίλος]], παρδαλός, [[ἔλαφος]], λύγκες Εὐρ. Ἑκ. 90, Ἀλκ. 579. 2) παροξυτ. Βαλίος, [[ὄνομα]] ἑνὸς τῶν ἵππων τοῦ Ἀχιλλέως, «Παρδάλης», Ἰλ. Π. 149 κ. ἀλλ., πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 222. ΙΙ. ὠκύς, Ὀππ. Κ. 2. 314· πρβλ. [[αἰόλος]].
|lstext='''βαλῐός''': -ά, -όν, (βάλλω) Λατ. varius, [[στικτός]], [[ποικίλος]], παρδαλός, [[ἔλαφος]], λύγκες Εὐρ. Ἑκ. 90, Ἀλκ. 579. 2) παροξυτ. Βαλίος, [[ὄνομα]] ἑνὸς τῶν ἵππων τοῦ Ἀχιλλέως, «Παρδάλης», Ἰλ. Π. 149 κ. ἀλλ., πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 222. ΙΙ. ὠκύς, Ὀππ. Κ. 2. 314· πρβλ. [[αἰόλος]].
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />moucheté, tacheté.<br />'''Étymologie:''' DELG ?
}}
}}