3,276,932
edits
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαλῐός''': -ά, -όν, (βάλλω) Λατ. varius, [[στικτός]], [[ποικίλος]], παρδαλός, [[ἔλαφος]], λύγκες Εὐρ. Ἑκ. 90, Ἀλκ. 579. 2) παροξυτ. Βαλίος, [[ὄνομα]] ἑνὸς τῶν ἵππων τοῦ Ἀχιλλέως, «Παρδάλης», Ἰλ. Π. 149 κ. ἀλλ., πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 222. ΙΙ. ὠκύς, Ὀππ. Κ. 2. 314· πρβλ. [[αἰόλος]]. | |lstext='''βαλῐός''': -ά, -όν, (βάλλω) Λατ. varius, [[στικτός]], [[ποικίλος]], παρδαλός, [[ἔλαφος]], λύγκες Εὐρ. Ἑκ. 90, Ἀλκ. 579. 2) παροξυτ. Βαλίος, [[ὄνομα]] ἑνὸς τῶν ἵππων τοῦ Ἀχιλλέως, «Παρδάλης», Ἰλ. Π. 149 κ. ἀλλ., πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 222. ΙΙ. ὠκύς, Ὀππ. Κ. 2. 314· πρβλ. [[αἰόλος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />moucheté, tacheté.<br />'''Étymologie:''' DELG ? | |||
}} | }} |