3,277,073
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γαμψός''': ή όν, ([[κάμπτω]]) [[καμπύλος]], κεκαμμένος, κέρατα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 4 · [[ῥύγχος]] ὁ αὐτ. Ζῴ. Μοσ. 3. 1, 14 · ὄνυχες ὁ αὐτ. 4. 12, 21 · κέρατα ὁ αὐτ. 3. 2, 5. 2) ἐπὶ ἁρπακτικῶν ὀρνέων, = [[γαμψῶνυξ]] Ἀριστοφ. Νεφ. 337. | |lstext='''γαμψός''': ή όν, ([[κάμπτω]]) [[καμπύλος]], κεκαμμένος, κέρατα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 4 · [[ῥύγχος]] ὁ αὐτ. Ζῴ. Μοσ. 3. 1, 14 · ὄνυχες ὁ αὐτ. 4. 12, 21 · κέρατα ὁ αὐτ. 3. 2, 5. 2) ἐπὶ ἁρπακτικῶν ὀρνέων, = [[γαμψῶνυξ]] Ἀριστοφ. Νεφ. 337. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />recourbé.<br />'''Étymologie:''' *γάμπτω = [[κάμπτω]]. | |||
}} | }} |