γέρων: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γέρων''': -οντος, ὁ, «γέροντας», Ὅμ.· πλεοναστικῶς: παλαιοὶ γέροντες Ἀριστοφ. Ἀχ. 676· [[ἄνους]] τε καὶ [[γέρων]] Σοφ. Ἀντ. 281, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1349· ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 584· καλὸν δὲ καὶ γέροντα μανθάνειν σοφὰ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 292. 2) ἔτι ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου λαμβάνει σημασίαν πολιτικήν, καθ’ ἣν ἡ [[ἔννοια]] τῆς ἡλικίας ὑποχωρεῖ καὶ ἐπικρατεῖ ἡ [[ἔννοια]] τοῦ ἀξιώματος· γέροντες ἐκαλοῦντο οἱ πρεσβύτεροι ἢ ἀρχηγοί, οἵτινες [[μετὰ]] τοῦ βασιλέως ἀπετέλουν τὴν κυρίαν βουλήν· κίκλησκεν δὲ γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν Ἰλ. Β. 404 κἑξ., πρβλ. Ι. 570, Ὀδ. Β. 14· (δημογέροντες [[ὅμως]] [[εἶναι]] [[ὄντως]] γέροντες, Ἰλ. Γ. 149)·-βραδύτερον ἐλέγοντο [[οὕτως]] οἱ βουλευταὶ ἢ γερουσιασταί, Λατ. Patres, ἰδίως ἐν Σπάρτῃ, Ἡρόδ. 1. 65., 6. 57, Πλάτ. Νόμ. 692A, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 17, κτλ. καὶ ἐν ἄλλαις Δωρ. πόλεσι (πρβλ. [[γερουσία]]), ὡς ἐν Ἤλιδι, [[αὐτόθι]] Ε. 6, 11· ἐν Κρήτῃ, [[αὐτόθι]] 2. 10, 6· πρβλ. [[πρέσβυς]] ΙΙΙ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[παλαιός]], γέρον [[σάκος]] Ὀδ. Χ. 184· γ. [[γράμμα]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305· ἀλλὰ συνηθέστερον κατ’ ἀρσεν., φὼς γ. Θέογν. 1351· γ. χαλκὸς Σιμων. 146· γ. [[λόγος]], [[φόνος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 750, Χο. 805, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 26· [[ἵππος]] Σοφ. Ἠλ. 25· [[πόνος]] ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1258· [[οἶνος]] Ἄλεξ. Ὀρχ. 1, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 4· [[πέπλος]], [[λέμβος]] Θεόκρ. 7. 17., 21. 12 ([[οὕτως]] οἱ Λατῖνοι ἔλεγον anus mater, charta, fama, amphora, κτλ., Catull. 68. 46, κτλ., Martial 6. 27)· σπανίως οὕτω παρὰ πεζοῖς, οἱ γέροντες τῶν ἰχθύων, τῶν ἐλάφων Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 30, 6., 9. 5, 5· [[ὡσαύτως]], [[Ἀντίγονος]], ὁ γ., Ἀντίγ. ὁ πρεσβύτερος, Πλούτ. Πελοπ. 2· οὕτω καὶ κατ’ οὐδ. πληθ., γέροντα βουλεύειν (ἀντὶ ἀρχαῖα) Σοφ. Ἀποσπ. 682. ΙΙΙ. τὸ [[ἐργαλεῖον]] καθ’ οὗ ἔκλωθον ἀναρτῶντες τὰ στυππεῖα, ἔχον κεφαλὴν γέροντος, Φερεκρ. Μυρμ. 4, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. [[Πολυδ]]. 7, 73.(Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὸ [[γραῦς]], [[γραῖα]], [[γῆρας]], ἀλλ’ [[ἴσως]] οὐχὶ τὸ [[γέρας]] (ἴδε τὰς λέξεις)· Σανσκρ. ǵaram, garâ (senex, senectus)· Ἀγγλο-Σαξ. grœg (Ἀγγλ. grey, «[[ψαρός]]»)· Παλαιο-Γερμ. grâ, grâwêr (grau).)
|lstext='''γέρων''': -οντος, ὁ, «γέροντας», Ὅμ.· πλεοναστικῶς: παλαιοὶ γέροντες Ἀριστοφ. Ἀχ. 676· [[ἄνους]] τε καὶ [[γέρων]] Σοφ. Ἀντ. 281, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1349· ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 584· καλὸν δὲ καὶ γέροντα μανθάνειν σοφὰ ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 292. 2) ἔτι ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου λαμβάνει σημασίαν πολιτικήν, καθ’ ἣν ἡ [[ἔννοια]] τῆς ἡλικίας ὑποχωρεῖ καὶ ἐπικρατεῖ ἡ [[ἔννοια]] τοῦ ἀξιώματος· γέροντες ἐκαλοῦντο οἱ πρεσβύτεροι ἢ ἀρχηγοί, οἵτινες [[μετὰ]] τοῦ βασιλέως ἀπετέλουν τὴν κυρίαν βουλήν· κίκλησκεν δὲ γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν Ἰλ. Β. 404 κἑξ., πρβλ. Ι. 570, Ὀδ. Β. 14· (δημογέροντες [[ὅμως]] [[εἶναι]] [[ὄντως]] γέροντες, Ἰλ. Γ. 149)·-βραδύτερον ἐλέγοντο [[οὕτως]] οἱ βουλευταὶ ἢ γερουσιασταί, Λατ. Patres, ἰδίως ἐν Σπάρτῃ, Ἡρόδ. 1. 65., 6. 57, Πλάτ. Νόμ. 692A, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 17, κτλ. καὶ ἐν ἄλλαις Δωρ. πόλεσι (πρβλ. [[γερουσία]]), ὡς ἐν Ἤλιδι, [[αὐτόθι]] Ε. 6, 11· ἐν Κρήτῃ, [[αὐτόθι]] 2. 10, 6· πρβλ. [[πρέσβυς]] ΙΙΙ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[παλαιός]], γέρον [[σάκος]] Ὀδ. Χ. 184· γ. [[γράμμα]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305· ἀλλὰ συνηθέστερον κατ’ ἀρσεν., φὼς γ. Θέογν. 1351· γ. χαλκὸς Σιμων. 146· γ. [[λόγος]], [[φόνος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 750, Χο. 805, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 26· [[ἵππος]] Σοφ. Ἠλ. 25· [[πόνος]] ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1258· [[οἶνος]] Ἄλεξ. Ὀρχ. 1, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 4· [[πέπλος]], [[λέμβος]] Θεόκρ. 7. 17., 21. 12 ([[οὕτως]] οἱ Λατῖνοι ἔλεγον anus mater, charta, fama, amphora, κτλ., Catull. 68. 46, κτλ., Martial 6. 27)· σπανίως οὕτω παρὰ πεζοῖς, οἱ γέροντες τῶν ἰχθύων, τῶν ἐλάφων Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 30, 6., 9. 5, 5· [[ὡσαύτως]], [[Ἀντίγονος]], ὁ γ., Ἀντίγ. ὁ πρεσβύτερος, Πλούτ. Πελοπ. 2· οὕτω καὶ κατ’ οὐδ. πληθ., γέροντα βουλεύειν (ἀντὶ ἀρχαῖα) Σοφ. Ἀποσπ. 682. ΙΙΙ. τὸ [[ἐργαλεῖον]] καθ’ οὗ ἔκλωθον ἀναρτῶντες τὰ στυππεῖα, ἔχον κεφαλὴν γέροντος, Φερεκρ. Μυρμ. 4, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. [[Πολυδ]]. 7, 73.(Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὸ [[γραῦς]], [[γραῖα]], [[γῆρας]], ἀλλ’ [[ἴσως]] οὐχὶ τὸ [[γέρας]] (ἴδε τὰς λέξεις)· Σανσκρ. ǵaram, garâ (senex, senectus)· Ἀγγλο-Σαξ. grœg (Ἀγγλ. grey, «[[ψαρός]]»)· Παλαιο-Γερμ. grâ, grâwêr (grau).)
}}
{{bailly
|btext=οντος (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> vieillard;<br /><b>2</b> [[οἱ]] γέροντες <i>dans Hom.</i> les vieillards, les anciens, les chefs qui formaient le conseil du roi ; <i>postér.</i> les sénateurs <i>à Sparte</i>;<br /><b>II.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> ancien, vieux <i>en parl. de choses ; qqf au neutre</i> : [[γέρον]] [[σάκος]] OD vieux bouclier;<br /><b>2</b> <i>en parl. de deux pers.</i> le plus âgé de deux : [[Ἀντίγονος]] ὁ [[γέρων]] PLUT Antigone l’ancien.<br />'''Étymologie:''' cf. [[γραῦς]], [[γῆρας]].
}}
}}