γλαφυρία: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλᾰφῠρία''': ἡ, [[λειότης]], [[στιλπνότης]], Πλουτ. Πύρρ. 8· μεταφ., [[λειότης]] τρόπων, [[ἡμερότης]], πρᾳότης, ὁ αὐτ. 2. 1065D.
|lstext='''γλᾰφῠρία''': ἡ, [[λειότης]], [[στιλπνότης]], Πλουτ. Πύρρ. 8· μεταφ., [[λειότης]] τρόπων, [[ἡμερότης]], πρᾳότης, ὁ αὐτ. 2. 1065D.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />le poli (d’un métal, d’un objet en gén.) ; <i>fig.</i> politesse des mœurs.<br />'''Étymologie:''' [[γλαφυρός]].
}}
}}