γλαφυρία

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλᾰφῠρία Medium diacritics: γλαφυρία Low diacritics: γλαφυρία Capitals: ΓΛΑΦΥΡΙΑ
Transliteration A: glaphyría Transliteration B: glaphyria Transliteration C: glafyria Beta Code: glafuri/a

English (LSJ)

ἡ, elegance, Plu.Pyrrh.8 (pl.); of mathematical demonstrations, neatness, Iamb. in Nic.p.38P., al.: metaph., smoothness of manner, γ. καὶ πιθανότης Plu.2.1065d.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 talento, delicadeza, elegancia γ. καὶ πιθανότης Plu.2.1065d
plu. dotes, cualidades Plu.Pyrrh.8.
2 brillantez, claridad de demostraciones matemáticas, Iambl.in Nic.38, 39, 52, 68.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le poli (d'un métal, d'un objet en gén.) ; fig. politesse des mœurs.
Étymologie: γλαφυρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλαφυρία -ας, ἡ γλαφυρός subtiliteit, verfijning.

German (Pape)

ἡ, Glätte, Feinheit, von Marmor, Plut. Poplic. 15, Pyrrh. 8; übertragen, καὶ πιθανότης adv. Stoic. 14.

Russian (Dvoretsky)

γλᾰφῠρία: ἡ тж. pl.
1 тщательная отделка, изящество (sc. τῶν κιόνων Plut.);
2 культурность, воспитанность, тонкость, учтивость (γ. καὶ πιθανότης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

γλᾰφῠρία: ἡ, λειότης, στιλπνότης, Πλουτ. Πύρρ. 8· μεταφ., λειότης τρόπων, ἡμερότης, πρᾳότης, ὁ αὐτ. 2. 1065D.

Greek Monolingual

γλαφυρία, η (Α) γλαφυρός
1. στιλπνότητα, λειότητα
2. (στα μαθηματικά) σαφήνεια
3. (για το ύφος) η γλαφυρότητα.

Greek Monotonic

γλᾰφῠρία: ἡ, στιλπνότητα, απαλότητα ενός πράγματος ή μιας συμπεριφοράς, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from γλαφυρός
smoothness, polish, Plut.