γάλα: Difference between revisions

198 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γάλα''': [υυ], τό, γεν. γάλακτος, [[ὡσαύτως]] [[γάλατος]] Φερεκρ. Μεταλλ. 1. 18 (ἴδε Meineke ἐν τόπῳ, Δινδ. Εὐρ. Φοιν. 1527, πρβλ. [[γαλατοθρέμμων]])· [[ὡσαύτως]] τοῦ [[γάλα]] ἄκλ., Πλάτ. Κωμ. Ἀδήλ. 39 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke)· δοτ. πληθ. γάλαξι Πλάτ. Νόμ. 887D. (Ὁ [[τύπος]] γάλακτ φαίνεται ἐν τῷ Λατ. lact (lac), [[μετὰ]] προθεματικοῦ γα· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[γλάγος]], [[γάλατος]]· [[εἶναι]] δύσκολον νὰ μὴ πιστεύσῃ τις ὅτι τὸ Γοτθ. m:-luk-s (ἀγγλ. milk) [[εἶναι]] [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]], ἐν ᾗ περιπτώσει τὰ [[ἀμέλγω]], mulgeo, θὰ ὦσι συγγενῆ πρὸς τὴν προκειμένην λέξιν). <br />Γάλα, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ὅμ., κλπ.· εὔποτον γ. εὐτραφὲς γ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 611, Χο. 898· ἐν γάλακτι [[εἶναι]], γενέσθαι, εἶμαι «εἰς τὸ βυζί», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1266, Πλάτ. Τιμ. 81C· ἐν γάλαξι τρέφεσθαι ὁ αὐτ. Νόμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[γάλα]] δοῦναι Ξεν. Κυν. 7, 4· ἐμπλῆσαι γάλακτος, νὰ γεμίσῃ ἐντελῶς μὲ [[γάλα]], Θεόκρ. 24. 3· μεταφ. -[[οἶνος]], Ἀφροδίτης [[γάλα]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 490.2) ὀρνίθων [[γάλα]] ([[ὄνομα]] φυτοῦ τινος, Νικ. παρ’ Ἀθην. 371C, πρβλ. ornithogalum), ἀλλὰ τὸ πλεῖστον παροιμιωδῶς ἐπὶ σπανίων καὶ πολυτελῶν πραγμάτων, ὡς παρ’ ἡμῖν «τοῦ πουλιοῦ τὸ [[γάλα]]», Ἀριστοφ. Σφηξ. 508, Ὄρν. 733, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ., Στράβ. 637· [[οὕτως]], οὐδ’ εἰ [[γάλα]] λαγοῦ εἶχον ... καὶ ταῶς, κατήσθιον Ἄλεξ. Λαμπ. 1· οὕτω παρὰ Πλινίῳ, gallinacei lactis haustus, οὕτω καὶ παρ’ Ἄγγλοις παροιμιωδῶς «pigeon’s milk». <br />ΙΙ. ὁ ὀπὸς φυτῶν τινων, [[οἷον]] τῶν θριδάκων (μαρουλίων), Ἀριστ. Φυτ. 2. 9, 11, Θεόφρ. Ι. Φ. 6. 3, 4, κτλ.ΙΙΙ. τὸ [[γάλα]], ὁ [[γαλαξίας]] ἐν οὐρανῷ, Ἀναξαγ. και ἀλλ.· παρ’ Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 4, πρβλ. 1. 1, 2., 1. 6, 1.
|lstext='''γάλα''': [υυ], τό, γεν. γάλακτος, [[ὡσαύτως]] [[γάλατος]] Φερεκρ. Μεταλλ. 1. 18 (ἴδε Meineke ἐν τόπῳ, Δινδ. Εὐρ. Φοιν. 1527, πρβλ. [[γαλατοθρέμμων]])· [[ὡσαύτως]] τοῦ [[γάλα]] ἄκλ., Πλάτ. Κωμ. Ἀδήλ. 39 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke)· δοτ. πληθ. γάλαξι Πλάτ. Νόμ. 887D. (Ὁ [[τύπος]] γάλακτ φαίνεται ἐν τῷ Λατ. lact (lac), [[μετὰ]] προθεματικοῦ γα· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[γλάγος]], [[γάλατος]]· [[εἶναι]] δύσκολον νὰ μὴ πιστεύσῃ τις ὅτι τὸ Γοτθ. m:-luk-s (ἀγγλ. milk) [[εἶναι]] [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]], ἐν ᾗ περιπτώσει τὰ [[ἀμέλγω]], mulgeo, θὰ ὦσι συγγενῆ πρὸς τὴν προκειμένην λέξιν). <br />Γάλα, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ὅμ., κλπ.· εὔποτον γ. εὐτραφὲς γ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 611, Χο. 898· ἐν γάλακτι [[εἶναι]], γενέσθαι, εἶμαι «εἰς τὸ βυζί», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1266, Πλάτ. Τιμ. 81C· ἐν γάλαξι τρέφεσθαι ὁ αὐτ. Νόμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[γάλα]] δοῦναι Ξεν. Κυν. 7, 4· ἐμπλῆσαι γάλακτος, νὰ γεμίσῃ ἐντελῶς μὲ [[γάλα]], Θεόκρ. 24. 3· μεταφ. -[[οἶνος]], Ἀφροδίτης [[γάλα]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 490.2) ὀρνίθων [[γάλα]] ([[ὄνομα]] φυτοῦ τινος, Νικ. παρ’ Ἀθην. 371C, πρβλ. ornithogalum), ἀλλὰ τὸ πλεῖστον παροιμιωδῶς ἐπὶ σπανίων καὶ πολυτελῶν πραγμάτων, ὡς παρ’ ἡμῖν «τοῦ πουλιοῦ τὸ [[γάλα]]», Ἀριστοφ. Σφηξ. 508, Ὄρν. 733, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ., Στράβ. 637· [[οὕτως]], οὐδ’ εἰ [[γάλα]] λαγοῦ εἶχον ... καὶ ταῶς, κατήσθιον Ἄλεξ. Λαμπ. 1· οὕτω παρὰ Πλινίῳ, gallinacei lactis haustus, οὕτω καὶ παρ’ Ἄγγλοις παροιμιωδῶς «pigeon’s milk». <br />ΙΙ. ὁ ὀπὸς φυτῶν τινων, [[οἷον]] τῶν θριδάκων (μαρουλίων), Ἀριστ. Φυτ. 2. 9, 11, Θεόφρ. Ι. Φ. 6. 3, 4, κτλ.ΙΙΙ. τὸ [[γάλα]], ὁ [[γαλαξίας]] ἐν οὐρανῷ, Ἀναξαγ. και ἀλλ.· παρ’ Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 4, πρβλ. 1. 1, 2., 1. 6, 1.
}}
{{bailly
|btext=γάλακτος (τό) :<br />lait.<br />'''Étymologie:''' pour *γλακτ-, *γλακτος ; cf. <i>lat.</i> lac, anc. <i>lat.</i> lact, gén. lactis, de *glact, *glactis.
}}
}}