3,276,318
edits
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δαμάζω''': Αἰσχύλ. Χο. 324 (ἴδε ἐν λ. [[δαμνάω]], [[δάμνημι]])· μέλλ. δαμάσω Ἀνθ. Π. 6. 329· Ἐπ. δαμάσσει Ἰλ. Χ. 176, [[ὡσαύτως]] δαμᾷ, δαμάᾳ Α. 61., Χ. 271, γʹ πληθ. δαμόωσι Ζ. 368 (ἴδε [[δαμάω]])· ‒ ἀόρ. αʹ ἐδάμᾰσα Πίνδ., Ἐπ. ἐδάμασσα, δάμασσα Ὅμ.· προστακτ. δάμασον, -ασσον Ὅμ.· ὑποτακτ. δαμάσῃ, Ἐπ. -άσσῃ, ἀμφότερα παρ᾿ Ὁμ.· μετοχ. δαμάσας Εὐρ., Ἐπ. -άσσας Ὀδ., Δωρ. -άσσαις Πίνδ. Ο. 9. 139· πρκμ. δεδάμακα Στοβ.‒ Μέσ., μέλλ. Ἐπ. δαμάσσομαι Ὅμ.· ἀόρ. ἐδαμάσσατο, δαμάσαντο, δαμασσάμενος, Ὅμ.· ἀόρ. βʹ εὐκτ. δάμοιτο Συλλ. Ἐπιγρ. 4000. 18. ‒ Παθ., μέλλ. δεδμήσομαι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλ. 543 (ἐν μέσῃ σημασίᾳ, Χρ. Σιβυλ. 3. 384)· ‒ ὁ ἀόρ. ἔχει [[τρεῖς]] τύπους, 1) ἐδαμάσθην Ὀδ. Θ. 231, Πινδ., Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ., Ἐπ. δαμάσθην Ἰλ. Τ. 9, πρβλ. Π. 816· 2) ἐδμήθην, προστ. δμηθήτω Ι. 158, δμηθεὶς Δ. 99, Ἡσ., Δωρ. δμᾱθεὶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 906 καὶ Εὐρ. (ἐν τοῖς λυρ.)· καὶ 3) [[ἐδάμην]] [ᾰ] Ἰλ., Τραγ., Ἐπ. δάμην Ὅμ., γʹ πληθ. δάμεν Ἰλ. Θ. 344· Ἐπ. ὑποτακτ. [[δαμείω]] Ὀδ. Σ. 54, βʹ καὶ γʹ ἑν. δαμήῃς -ήῃ Ἰλ. Γ. 436., Χ. 246, βʹ πληθ. δαμείετε Η. 72· εὐκτ. δαμείην Ἰλ., Εὐρ.· ἀπαρ. δαμῆναι Ὅμ., Τραγ., Ἐπ. ἀπαρέμφ. δᾰμήμεναι Ἰλ. Υ. 312· μετοχ. δαμεὶς Ὅμ., Τραγ. ([[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] τοῦ ἀορ. ἐν χρήσει παρὰ Σοφ., καὶ αὐτὸν προτιμῶσι καὶ οἱ Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ.)· ‒ πρκμ. [[δέδμημαι]] Ἰλ. Ε. 878, κτλ., -ημένος Ἰλ., κτλ.· μεταγεν. δεδαμασμένος Νίκ. Ἀλ. 29· ὑπερσυντ. δέδμητο Ὀδ.· γʹ πληθ. -ήατο Ἰλ. Γ. 183. ‒ Ρῆμα ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. ἐν τῇ μετοχ. ἐνεστ. δαμάζων, Ἀπομν. 4. 3, 10· παθ. ἀόρ. δαμασθεῖεν αὐτ. 4. 1, 3· οὕτω, δαμασθῆναι Ἰσοκρ. 148C. (Ἐκ τῆς √ΔΑΜ παράγονται καὶ τὰ [[δάμαρ]], [[δάμαλις]], [[δμώς]], ἀδμής· πρβλ. Σανσκρ. dam-yâmi, dam-itas, dam-anas· Λατ. dom-o, dom-itus, dom-itor, πρβλ. [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ domi-nus· Γοτθ. ga-tam-jan (δαμᾶν)· Παλαιο-Σκανδ. tem-ia, Ἀγγλο-Σαξ. tam-ian (Ἀγγλ. to tame, ἡμερώνω)· Παλαιο-Γερμ. zam-ôn (zähmen)· ‒ τὸ δμὼς ἔχει πρὸς το dominus ὡς τὸ χέρης πρὸς τὸ herus, Κούρτ.) Κατανικῶ, [[ὑπερισχύω]], [[καταβάλλω]], Ι. ἐπὶ ζῴων, ἡμερώνω, [[τιθασεύω]], [[φέρω]] εἰς ὑποταγήν, [[ὑποβάλλω]], [[ὑποβάλλω]] εἰς τὸν [[ζυγόν]], μόνον δὶς παρ᾿ Ὁμ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἡμίονον … , ἥτ᾿ ἀλγίστη δαμάσασθαι Ἰλ. Ψ. 655· τῶν κέν τιν᾿ … δαμασαίμην Ὀδ. Δ. 637· ‒ οὕτω παρὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 3, καὶ Πλουτ. ΙΙ. ἐπὶ παρθένων, [[κάμνω]] αὐτὴν νὰ ὑποταχθῇ εἰς ἄνδρα, ἀνδρὶ δάμασσεν Ἰλ. Σ. 432· ἀλλ᾿ ἐν τῷ παθ., βιάζομαι, ἐξαπατῶμαι, ἀπάγομαι, Γ. 301, Ὀδ. Γ. 269· [[μάλιστα]] κατ᾿ ἀρχὰς οὐδεμίαν εἶχε σχέσιν πρὸς τὸν γάμον, πρβλ. [[δάμαρ]]. ΙΙΙ. [[ὑποτάσσω]] ἢ νικῶ· αὕτη δὲ [[εἶναι]] ἡ συνηθεστάτη [[σημασία]] παρ᾿ Ὁμ.· [[ἐντεῦθεν]] (ἀφοῦ κατὰ τὴν ἡρωϊκὴν ἐποχὴν ἡ ὑποταγὴ καὶ ὑποδούλωσις εἵπετο [[μετὰ]] τὴν ἧτταν) ἐν τῷ παθ. = ὑποτάσσομαι, εἶμαι [[ὑπόδουλος]] εἴς τινα, σοί τ᾿ ἐπιπείθονται καὶ δεδμήμεσθα [[ἕκαστος]] Ἰλ. Ε. 878· δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ᾿ αὐτῷ Ὀδ. Γ. 304 ([[ἐντεῦθεν]] [[δμώς]], [[δοῦλος]]). 2) πλήττων [[φονεύω]], [[ἀποκτείνω]], ἰδίως ἐν μάχῃ, εἴ χ᾿ ὑπ᾿ ἔμοιγε θεὸς δαμάσῃ μνηστῆρας Φ. 213· καὶ ἐν τῷ παθ., ὑπ᾿ ἐμοὶ δμηθέντα Ἰλ. Ε. 646· ὑπὸ δουρὶ δαμέντα αὐτ. 653. 3) ἐπὶ τῶν δυνάμεων τῆς φύσεως, κτλ., νικῶ, [[καταβάλλω]], [[ἔρος]] … θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι…ἐδάμασσεν Ξ. 316· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δαμασσάμενος φρένας οἴνῳ Ὀδ. Ι. 454, πρβλ. 516· καὶ ἐν τῷ παθ. = καταβάλλομαι, νικῶμαι, αἴθρω καὶ καμάτῳ δεδμημένον Ξ. 318· μαλακῷ δεδμημένοι ὕπνῳ Ἰλ. Κ. 2, πρβλ. Ξ. 353· ἁλὶ δέδμητο φίλον [[ἦτορ]] Ὀδ. Ε. 454, πρβλ. Θ. 231· οἱ δμαθέντες, οἱ νεκροί, Εὐρ. Ἀλκ. 127· ‒ ἴδε ἐν λ. [[χειά]]. ΙV. Ὁ Πίνδ. λέγει, ἀγῶνα δαμάσσαι ἔργῳ, νὰ κερδήσῃ τις, Π. 8. 116. | |lstext='''δαμάζω''': Αἰσχύλ. Χο. 324 (ἴδε ἐν λ. [[δαμνάω]], [[δάμνημι]])· μέλλ. δαμάσω Ἀνθ. Π. 6. 329· Ἐπ. δαμάσσει Ἰλ. Χ. 176, [[ὡσαύτως]] δαμᾷ, δαμάᾳ Α. 61., Χ. 271, γʹ πληθ. δαμόωσι Ζ. 368 (ἴδε [[δαμάω]])· ‒ ἀόρ. αʹ ἐδάμᾰσα Πίνδ., Ἐπ. ἐδάμασσα, δάμασσα Ὅμ.· προστακτ. δάμασον, -ασσον Ὅμ.· ὑποτακτ. δαμάσῃ, Ἐπ. -άσσῃ, ἀμφότερα παρ᾿ Ὁμ.· μετοχ. δαμάσας Εὐρ., Ἐπ. -άσσας Ὀδ., Δωρ. -άσσαις Πίνδ. Ο. 9. 139· πρκμ. δεδάμακα Στοβ.‒ Μέσ., μέλλ. Ἐπ. δαμάσσομαι Ὅμ.· ἀόρ. ἐδαμάσσατο, δαμάσαντο, δαμασσάμενος, Ὅμ.· ἀόρ. βʹ εὐκτ. δάμοιτο Συλλ. Ἐπιγρ. 4000. 18. ‒ Παθ., μέλλ. δεδμήσομαι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλ. 543 (ἐν μέσῃ σημασίᾳ, Χρ. Σιβυλ. 3. 384)· ‒ ὁ ἀόρ. ἔχει [[τρεῖς]] τύπους, 1) ἐδαμάσθην Ὀδ. Θ. 231, Πινδ., Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ., Ἐπ. δαμάσθην Ἰλ. Τ. 9, πρβλ. Π. 816· 2) ἐδμήθην, προστ. δμηθήτω Ι. 158, δμηθεὶς Δ. 99, Ἡσ., Δωρ. δμᾱθεὶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 906 καὶ Εὐρ. (ἐν τοῖς λυρ.)· καὶ 3) [[ἐδάμην]] [ᾰ] Ἰλ., Τραγ., Ἐπ. δάμην Ὅμ., γʹ πληθ. δάμεν Ἰλ. Θ. 344· Ἐπ. ὑποτακτ. [[δαμείω]] Ὀδ. Σ. 54, βʹ καὶ γʹ ἑν. δαμήῃς -ήῃ Ἰλ. Γ. 436., Χ. 246, βʹ πληθ. δαμείετε Η. 72· εὐκτ. δαμείην Ἰλ., Εὐρ.· ἀπαρ. δαμῆναι Ὅμ., Τραγ., Ἐπ. ἀπαρέμφ. δᾰμήμεναι Ἰλ. Υ. 312· μετοχ. δαμεὶς Ὅμ., Τραγ. ([[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] τοῦ ἀορ. ἐν χρήσει παρὰ Σοφ., καὶ αὐτὸν προτιμῶσι καὶ οἱ Αἰσχύλ. καὶ Εὐρ.)· ‒ πρκμ. [[δέδμημαι]] Ἰλ. Ε. 878, κτλ., -ημένος Ἰλ., κτλ.· μεταγεν. δεδαμασμένος Νίκ. Ἀλ. 29· ὑπερσυντ. δέδμητο Ὀδ.· γʹ πληθ. -ήατο Ἰλ. Γ. 183. ‒ Ρῆμα ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. ἐν τῇ μετοχ. ἐνεστ. δαμάζων, Ἀπομν. 4. 3, 10· παθ. ἀόρ. δαμασθεῖεν αὐτ. 4. 1, 3· οὕτω, δαμασθῆναι Ἰσοκρ. 148C. (Ἐκ τῆς √ΔΑΜ παράγονται καὶ τὰ [[δάμαρ]], [[δάμαλις]], [[δμώς]], ἀδμής· πρβλ. Σανσκρ. dam-yâmi, dam-itas, dam-anas· Λατ. dom-o, dom-itus, dom-itor, πρβλ. [[ὡσαύτως]] καὶ τὸ domi-nus· Γοτθ. ga-tam-jan (δαμᾶν)· Παλαιο-Σκανδ. tem-ia, Ἀγγλο-Σαξ. tam-ian (Ἀγγλ. to tame, ἡμερώνω)· Παλαιο-Γερμ. zam-ôn (zähmen)· ‒ τὸ δμὼς ἔχει πρὸς το dominus ὡς τὸ χέρης πρὸς τὸ herus, Κούρτ.) Κατανικῶ, [[ὑπερισχύω]], [[καταβάλλω]], Ι. ἐπὶ ζῴων, ἡμερώνω, [[τιθασεύω]], [[φέρω]] εἰς ὑποταγήν, [[ὑποβάλλω]], [[ὑποβάλλω]] εἰς τὸν [[ζυγόν]], μόνον δὶς παρ᾿ Ὁμ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἡμίονον … , ἥτ᾿ ἀλγίστη δαμάσασθαι Ἰλ. Ψ. 655· τῶν κέν τιν᾿ … δαμασαίμην Ὀδ. Δ. 637· ‒ οὕτω παρὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 3, καὶ Πλουτ. ΙΙ. ἐπὶ παρθένων, [[κάμνω]] αὐτὴν νὰ ὑποταχθῇ εἰς ἄνδρα, ἀνδρὶ δάμασσεν Ἰλ. Σ. 432· ἀλλ᾿ ἐν τῷ παθ., βιάζομαι, ἐξαπατῶμαι, ἀπάγομαι, Γ. 301, Ὀδ. Γ. 269· [[μάλιστα]] κατ᾿ ἀρχὰς οὐδεμίαν εἶχε σχέσιν πρὸς τὸν γάμον, πρβλ. [[δάμαρ]]. ΙΙΙ. [[ὑποτάσσω]] ἢ νικῶ· αὕτη δὲ [[εἶναι]] ἡ συνηθεστάτη [[σημασία]] παρ᾿ Ὁμ.· [[ἐντεῦθεν]] (ἀφοῦ κατὰ τὴν ἡρωϊκὴν ἐποχὴν ἡ ὑποταγὴ καὶ ὑποδούλωσις εἵπετο [[μετὰ]] τὴν ἧτταν) ἐν τῷ παθ. = ὑποτάσσομαι, εἶμαι [[ὑπόδουλος]] εἴς τινα, σοί τ᾿ ἐπιπείθονται καὶ δεδμήμεσθα [[ἕκαστος]] Ἰλ. Ε. 878· δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ᾿ αὐτῷ Ὀδ. Γ. 304 ([[ἐντεῦθεν]] [[δμώς]], [[δοῦλος]]). 2) πλήττων [[φονεύω]], [[ἀποκτείνω]], ἰδίως ἐν μάχῃ, εἴ χ᾿ ὑπ᾿ ἔμοιγε θεὸς δαμάσῃ μνηστῆρας Φ. 213· καὶ ἐν τῷ παθ., ὑπ᾿ ἐμοὶ δμηθέντα Ἰλ. Ε. 646· ὑπὸ δουρὶ δαμέντα αὐτ. 653. 3) ἐπὶ τῶν δυνάμεων τῆς φύσεως, κτλ., νικῶ, [[καταβάλλω]], [[ἔρος]] … θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι…ἐδάμασσεν Ξ. 316· ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δαμασσάμενος φρένας οἴνῳ Ὀδ. Ι. 454, πρβλ. 516· καὶ ἐν τῷ παθ. = καταβάλλομαι, νικῶμαι, αἴθρω καὶ καμάτῳ δεδμημένον Ξ. 318· μαλακῷ δεδμημένοι ὕπνῳ Ἰλ. Κ. 2, πρβλ. Ξ. 353· ἁλὶ δέδμητο φίλον [[ἦτορ]] Ὀδ. Ε. 454, πρβλ. Θ. 231· οἱ δμαθέντες, οἱ νεκροί, Εὐρ. Ἀλκ. 127· ‒ ἴδε ἐν λ. [[χειά]]. ΙV. Ὁ Πίνδ. λέγει, ἀγῶνα δαμάσσαι ἔργῳ, νὰ κερδήσῃ τις, Π. 8. 116. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> δαμάσω, <i>ao.</i> ἐδάμασα, <i>pf.</i> δεδάμακα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐδαμάσθην, <i>pf.</i> δεδάμασμαι;<br />dompter, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>au propre</i> soumettre au joug, domestiquer;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> soumettre (une jeune fille) au joug du mariage (<i>cf.</i> [[δάμαρ]]) : ἀνδρὶ δαμάζειν IL soumettre (Thétis) à la puissance d’un époux qui n’est pas un dieu;<br /><b>3</b> soumettre par la force des armes, soumettre, vaincre : Ἀχαιοὺς δαμάζειν OD vaincre les Grecs ; τινί τινα δ. soumettre <i>ou</i> frapper qqn au profit d’un autre ; τινα θυμὸν δαμάζειν IL dompter le cœur de qqn <i>en parl. de l’amour</i>;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> tuer, faire périr : τινα qqn ; τινα [[χερσί]] τινος IL faire périr qqn par la main d’un autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> δαμάζομαι (<i>f.</i> δαμάσομαι, <i>ao.</i> ἐδαμασάμην) :<br /><b>1</b> soumettre au joug;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> dompter, soumettre, vaincre : δαμάζεσθαι φρένας οἴνῳ OD dompter <i>ou</i> vaincre la raison de qqn par l’ivresse;<br /><b>3</b> tuer, faire périr.<br />'''Étymologie:''' R. Δαμ, dompter ; cf. <i>lat.</i> domare ; v. [[δαμάω]], [[δαμνάω]] et [[δάμνημι]]. | |||
}} | }} |