δασύνω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾰσύνω''': (ῡ), μέλλ. -ῠνῶ, [[κάμνω]] τι τραχὺ ἢ πλῆρες τριχῶν, τριχωτόν, δ. τὰς [[ἀλωπεκίας]], [[ἐπαναφέρω]] τὴν [[τρίχα]] εἰς αὐτάς, Διοσκ. 1. 179. ― Παθ., [[γίνομαι]] ἢ εἶμαι [[τριχωτός]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 66, Ἱππ. 1202Α· [[ἐναντίον]] τοῦ [[φαλακρόομαι]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 11, 15. ΙΙ. [[κάμνω]] τι πυκνὸν καὶ συννεφῶδες, [[συσκοτίζω]], οὐρανὸν Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 51, Σημ. 2. 11. ΙΙΙ. θέτω δασεῖαν ἢ τὸ δασὺ [[πνεῦμα]], Τρύφ. παρ’ Ἀθήν. 397Ε.
|lstext='''δᾰσύνω''': (ῡ), μέλλ. -ῠνῶ, [[κάμνω]] τι τραχὺ ἢ πλῆρες τριχῶν, τριχωτόν, δ. τὰς [[ἀλωπεκίας]], [[ἐπαναφέρω]] τὴν [[τρίχα]] εἰς αὐτάς, Διοσκ. 1. 179. ― Παθ., [[γίνομαι]] ἢ εἶμαι [[τριχωτός]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 66, Ἱππ. 1202Α· [[ἐναντίον]] τοῦ [[φαλακρόομαι]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 11, 15. ΙΙ. [[κάμνω]] τι πυκνὸν καὶ συννεφῶδες, [[συσκοτίζω]], οὐρανὸν Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 51, Σημ. 2. 11. ΙΙΙ. θέτω δασεῖαν ἢ τὸ δασὺ [[πνεῦμα]], Τρύφ. παρ’ Ἀθήν. 397Ε.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> rendre touffu, velu ; <i>Pass.</i> devenir velu;<br /><b>2</b> prononcer avec l’esprit rude.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]].
}}
}}