δαΐζω: Difference between revisions

1,075 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δαΐζω''': μέλλ. -ξω, ἀόρ. ἐδάϊξα· -παθ. (ἴδε κατωτ. καί πρβλ. [[δαίω]] Β). Ποιητ. [[ῥῆμα]], [[διακόπτω]] εἰς δύο, [[διαχωρίζω]], πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων Ὀδ. Ξ. 434· χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι Ἰλ. Β. 416, πρβλ. Η. 247· δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ Ω. 393· κάρανα δαΐξας Αἰσχύλ. Χο. 297. 2) [[σφάζω]], [[φονεύω]], δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Ἰλ. Λ. 497· [[τέκνον]] δαΐξω Αἰσχύλ. Ἀγ. 207· -[[συχν]]. ἐν τῷ παθ., χαλκῷ δεδαϊγμένος Ἰλ. Χ. 72, κτλ.· δεδαΐγμένος [[ἦτορ]], διατετρυπημένος τὴν καρδίαν (ὡς εἰ χαλκῷ) Ρ. 535· δεδαΐγμένον [[ἦτορ]], καρδία διεσχισμένη καὶ βεβασανισμένη διὰ δυστυχίας, Ὀδ. Ν. 320· ἐκ βελέων δαϊχθείς Πίνδ. Π. 6. 33· ἐξ ἐμᾶν χερῶν Εὐρ. Ι. Τ. 873. 3) [[τίλλω]], ἀποσπῶ, χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων, Ἰλ. Σ. 27· -δαΐζειν πόλιν, καταστρέφειν ἐξ ὁλοκλήρου, Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 680, πρβλ. Χο. 396. 4) [[ἁπλῶς]], [[χωρίζω]], [[διαχωρίζω]], [[διχάζω]], ἐδαΐζετο [[θυμός]] ἐνὶ στήθεσσιν, ἡ [[ψυχή]] του ἐδιχάζετο ἐν αὐτῷ, δηλ. ἦτο ἐν ἀμφιβολίᾳ, Ἰλ. Ι. 8· δαϊζόμενος κατά θυμόν διχθάδια, διῃρημένος ἢ ἀμφιβάλλων μεταξὺ δύο γνωμῶν, Ξ. 20· -[[ὡσαύτως]], δαΐζειν [[ἐννέα]] μοίρας, διαιρεῖν εἰς…, Ὀρφ. Λιθ. 707. [δᾰ-· ἀλλὰ δᾱ- Ἰλ. Λ. 497, Αἰσχύλ. Χο. 396.]
|lstext='''δαΐζω''': μέλλ. -ξω, ἀόρ. ἐδάϊξα· -παθ. (ἴδε κατωτ. καί πρβλ. [[δαίω]] Β). Ποιητ. [[ῥῆμα]], [[διακόπτω]] εἰς δύο, [[διαχωρίζω]], πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων Ὀδ. Ξ. 434· χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι Ἰλ. Β. 416, πρβλ. Η. 247· δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ Ω. 393· κάρανα δαΐξας Αἰσχύλ. Χο. 297. 2) [[σφάζω]], [[φονεύω]], δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Ἰλ. Λ. 497· [[τέκνον]] δαΐξω Αἰσχύλ. Ἀγ. 207· -[[συχν]]. ἐν τῷ παθ., χαλκῷ δεδαϊγμένος Ἰλ. Χ. 72, κτλ.· δεδαΐγμένος [[ἦτορ]], διατετρυπημένος τὴν καρδίαν (ὡς εἰ χαλκῷ) Ρ. 535· δεδαΐγμένον [[ἦτορ]], καρδία διεσχισμένη καὶ βεβασανισμένη διὰ δυστυχίας, Ὀδ. Ν. 320· ἐκ βελέων δαϊχθείς Πίνδ. Π. 6. 33· ἐξ ἐμᾶν χερῶν Εὐρ. Ι. Τ. 873. 3) [[τίλλω]], ἀποσπῶ, χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων, Ἰλ. Σ. 27· -δαΐζειν πόλιν, καταστρέφειν ἐξ ὁλοκλήρου, Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 680, πρβλ. Χο. 396. 4) [[ἁπλῶς]], [[χωρίζω]], [[διαχωρίζω]], [[διχάζω]], ἐδαΐζετο [[θυμός]] ἐνὶ στήθεσσιν, ἡ [[ψυχή]] του ἐδιχάζετο ἐν αὐτῷ, δηλ. ἦτο ἐν ἀμφιβολίᾳ, Ἰλ. Ι. 8· δαϊζόμενος κατά θυμόν διχθάδια, διῃρημένος ἢ ἀμφιβάλλων μεταξὺ δύο γνωμῶν, Ξ. 20· -[[ὡσαύτως]], δαΐζειν [[ἐννέα]] μοίρας, διαιρεῖν εἰς…, Ὀρφ. Λιθ. 707. [δᾰ-· ἀλλὰ δᾱ- Ἰλ. Λ. 497, Αἰσχύλ. Χο. 396.]
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> δαΐξω, <i>ao.</i> ἐδάϊξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass.</i> δαΐζομαι, <i>impf.</i> ἐδαϊζόμην, <i>f. inus., ao.</i> ἐδαΐχθην, <i>pf.</i> [[δεδάϊγμαι]];<br /><b>1</b> diviser, séparer, couper (qch pour faire des parts) ; <i>fig.</i> ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ [[στήθεσσιν]] IL leur cœur était partagé (<i>càd</i> en doute) dans leur poitrine ; δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν [[διχθάδια]] IL partagé dans son cœur entre deux opinions;<br /><b>2</b> <i>d’ord. avec idée de violence</i> déchirer avec le tranchant d’une arme ; <i>p. ext.</i> déchirer, arracher : χερσὶ κόμην IL s’arracher les cheveux de ses mains ; δεδαϊγμένος [[ἦτορ]] IL qui a le cœur déchiré (par une arme) ; <i>fig.</i> δεδαϊγμένον [[ἦτορ]] OD cœur déchiré, torturé;<br /><b>3</b> faire périr ; <i>en gén.</i> détruire (une ville) de fond en comble.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δαίω]]¹, [[δαίνυμι]].
}}
}}