Anonymous

δαΐζω: Difference between revisions

From LSJ
1,971 bytes added ,  5 August 2017
6_13a
(13_7_1)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0514.png Seite 514]] (vgl. [[δαίω]]), fut. δαΐξω, pass. δεδαϊγμένος, δαϊχύείς; δεδαιγμένος Pind. P. 8, 87; δαϊσθείς Eur. Heracl. 914 zw., s. Buttm.; <b class="b2">zertheilen, zerschneiden, zerreißen</b>; Odyss. 14, 434 καὶ τὰ μὲν [[ἕπταχα]] πάντα δισμοιρᾶτο δαΐζων, vom Eintheilen des Fleisches in Portionen; Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι χαλκῷ ῥωγαλέον Iliad. 2, 416; κόμην, das Haar zerraufen, 18, 27; κάρανα δαΐξας Aesch. Ch. 396; Sp.; töd ten, absol., ἂψ ἐπόρουσε δαϊζέμεναι μενεαίνων Iliad 21, 33; mit accusat., δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Iliad. 11, 497; χαλκῷ δεδαϊγμένος 22, 72; ohne χαλκῷ, δεδαϊγμένος [[ἦτορ]], todt lag er da, 17, 535; ἐκ βελέων δαϊχθείς Pind. P 6, 33; [[τέκνον]] δαΐξω Aesch. Ag. 205; ἐξ ἐμῶν δαϊχθεὶς χερῶν Eur. I. T 873; πόλιν, verwüsten, Aesch. Suppl. 680. Häufig übertr., ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν, das Herz war ihnen getheilt in der Brust, war in innerem Zwiespalt, Il. 9, 8; ähnl. ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια, er war unschlüssig, ἢ – ἦε 14, 20; φρεσὶν ἔχων δεδαϊγμένον [[ἦτορ]], ein von Kummer zerrissenes, gequältes Herz im Busen habend, Od. 13, 320. Im Anfang des Verses Il . 11, 497 δα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0514.png Seite 514]] (vgl. [[δαίω]]), fut. δαΐξω, pass. δεδαϊγμένος, δαϊχύείς; δεδαιγμένος Pind. P. 8, 87; δαϊσθείς Eur. Heracl. 914 zw., s. Buttm.; <b class="b2">zertheilen, zerschneiden, zerreißen</b>; Odyss. 14, 434 καὶ τὰ μὲν [[ἕπταχα]] πάντα δισμοιρᾶτο δαΐζων, vom Eintheilen des Fleisches in Portionen; Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι χαλκῷ ῥωγαλέον Iliad. 2, 416; κόμην, das Haar zerraufen, 18, 27; κάρανα δαΐξας Aesch. Ch. 396; Sp.; töd ten, absol., ἂψ ἐπόρουσε δαϊζέμεναι μενεαίνων Iliad 21, 33; mit accusat., δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Iliad. 11, 497; χαλκῷ δεδαϊγμένος 22, 72; ohne χαλκῷ, δεδαϊγμένος [[ἦτορ]], todt lag er da, 17, 535; ἐκ βελέων δαϊχθείς Pind. P 6, 33; [[τέκνον]] δαΐξω Aesch. Ag. 205; ἐξ ἐμῶν δαϊχθεὶς χερῶν Eur. I. T 873; πόλιν, verwüsten, Aesch. Suppl. 680. Häufig übertr., ἐδαΐζετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν, das Herz war ihnen getheilt in der Brust, war in innerem Zwiespalt, Il. 9, 8; ähnl. ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδια, er war unschlüssig, ἢ – ἦε 14, 20; φρεσὶν ἔχων δεδαϊγμένον [[ἦτορ]], ein von Kummer zerrissenes, gequältes Herz im Busen habend, Od. 13, 320. Im Anfang des Verses Il . 11, 497 δα.
}}
{{ls
|lstext='''δαΐζω''': μέλλ. -ξω, ἀόρ. ἐδάϊξα· -παθ. (ἴδε κατωτ. καί πρβλ. [[δαίω]] Β). Ποιητ. [[ῥῆμα]], [[διακόπτω]] εἰς δύο, [[διαχωρίζω]], πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων Ὀδ. Ξ. 434· χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι Ἰλ. Β. 416, πρβλ. Η. 247· δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ Ω. 393· κάρανα δαΐξας Αἰσχύλ. Χο. 297. 2) [[σφάζω]], [[φονεύω]], δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας Ἰλ. Λ. 497· [[τέκνον]] δαΐξω Αἰσχύλ. Ἀγ. 207· -[[συχν]]. ἐν τῷ παθ., χαλκῷ δεδαϊγμένος Ἰλ. Χ. 72, κτλ.· δεδαΐγμένος [[ἦτορ]], διατετρυπημένος τὴν καρδίαν (ὡς εἰ χαλκῷ) Ρ. 535· δεδαΐγμένον [[ἦτορ]], καρδία διεσχισμένη καὶ βεβασανισμένη διὰ δυστυχίας, Ὀδ. Ν. 320· ἐκ βελέων δαϊχθείς Πίνδ. Π. 6. 33· ἐξ ἐμᾶν χερῶν Εὐρ. Ι. Τ. 873. 3) [[τίλλω]], ἀποσπῶ, χερσὶ κόμην ᾔσχυνε δαΐζων, Ἰλ. Σ. 27· -δαΐζειν πόλιν, καταστρέφειν ἐξ ὁλοκλήρου, Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 680, πρβλ. Χο. 396. 4) [[ἁπλῶς]], [[χωρίζω]], [[διαχωρίζω]], [[διχάζω]], ἐδαΐζετο [[θυμός]] ἐνὶ στήθεσσιν, ἡ [[ψυχή]] του ἐδιχάζετο ἐν αὐτῷ, δηλ. ἦτο ἐν ἀμφιβολίᾳ, Ἰλ. Ι. 8· δαϊζόμενος κατά θυμόν διχθάδια, διῃρημένος ἢ ἀμφιβάλλων μεταξὺ δύο γνωμῶν, Ξ. 20· -[[ὡσαύτως]], δαΐζειν [[ἐννέα]] μοίρας, διαιρεῖν εἰς…, Ὀρφ. Λιθ. 707. [δᾰ-· ἀλλὰ δᾱ- Ἰλ. Λ. 497, Αἰσχύλ. Χο. 396.]
}}
}}