γράστις: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γράστις''': -εως, ἡ ([[γράω]]) «γρασίδι», χλωρὸς [[χόρτος]], Εὐστ. 633. 47· [[ὡσαύτως]] [[κράστις]] ἢ κράτις, ἴδε Μοῖρ. σ. 211, καὶ τοὺς ἐρμηνευτ.
|lstext='''γράστις''': -εως, ἡ ([[γράω]]) «γρασίδι», χλωρὸς [[χόρτος]], Εὐστ. 633. 47· [[ὡσαύτως]] [[κράστις]] ἢ κράτις, ἴδε Μοῖρ. σ. 211, καὶ τοὺς ἐρμηνευτ.
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ἡ) :<br />herbe, fourrage vert.<br />'''Étymologie:''' [[γράω]] ; cf. <i>lat.</i> gramen.
}}
}}