γράστις

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γράστις Medium diacritics: γράστις Low diacritics: γράστις Capitals: ΓΡΑΣΤΙΣ
Transliteration A: grástis Transliteration B: grastis Transliteration C: grastis Beta Code: gra/stis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (γράω) grass, green fodder, PPetr.2p.113 (corr. in 3p.333) (iii B. C.), etc.; γ. πυρίνη, κριθίνη, Hippiatr.68,98, cf. Eust.633.47, Hsch.:—also γράσσις, PHamb.39 ii (ii A. D.); cf. κράστις.

Spanish (DGE)

v. κράστις.

German (Pape)

[Seite 505] εως, ἡ, auch γράτις, Gras, grünes Futter, VLL., att. κράστις, auch κράτις, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
herbe, fourrage vert.
Étymologie: γράω ; cf. lat. gramen.

Greek (Liddell-Scott)

γράστις: -εως, ἡ (γράω) «γρασίδι», χλωρὸς χόρτος, Εὐστ. 633. 47· ὡσαύτως κράστις ἢ κράτις, ἴδε Μοῖρ. σ. 211, καὶ τοὺς ἐρμηνευτ.

Greek Monolingual

γράστις, η (Μ)
το γρασίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γρασ-, γράω «καταβροχθίζω, καταπίνω»].