3,273,762
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δεσμός''': ὁ· πληθ. δεσμά, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 157, Θέογν. 459, Ἡρόδ 6. 91, καὶ οὕτω τὸ πλεῖστον παρ’ Ἀττ. ποιητ. καὶ Πλάτ. Εὐθύφρ. 9Α· ἀλλὰ δεσμοὶ Αἰσχύλ. Πρ. 525, Εὐρ. Βάκχ. 518, 634, [[συχν]]. παρὰ Πλάτ. (δέω)·- παρ’ Ὁμ. [[καθόλου]], = [[ταινία]] ἢ πᾶν ὅ,τι χρήσιμον πρὸς δέσιν καὶ στερεοποίησιν· [[οἷον]] φορβειὰ (καπίστρι), Ἰλ. Ζ. 507· τὰ πρυμνήσια, τὸ [[καλῴδιον]] τῆς ἀγκύρας, Ὀδ. Ν. 100, κτλ· ἱμὰς τῆς θύρας, Φ. 241· οὕτω παρ’ Ἀττ. ὁ ἱμὰς τοῦ ζυγοῦ, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· πᾶς [[σύνδεσμος]] ἑνότητος, Πλάτ. Τιμ. 31C· ἐπὶ τῶν φωνηέντων, ὁ αὐτ. Σοφ. 253Α· δεσμοὶ πολιτείας, ἐπὶ τῶν νόμων, ὁ αὐτ. Νόμ. 793Β. 2) κατὰ πληθ. = δεσμά, ἁλύσεις, ἐκ δεσμῶν λυθῆναι Αἰσχύλ. Πρ. 509, 770· πρὶν ἂν χαλασθῇ δεσμὰ [[αὐτόθι]] 513· ἐν δεσμοῖσι Σοφ. Ἀποσπ. 60· δεσμοῖς Θουκ. 7. 82· ὁ ἐπὶ τῶν δεσμῶν = [[δεσμοφύλαξ]], Λουκ. Τοξ. 29· - [[ἐντεῦθεν]] καθ’ ἑνικ., περιληπτικῶς = δεσμά, φυλάκισις, [[φυλακή]], δεσμὸς [[ἀχλυόεις]] Ἐπίγρ. παρ’ Ἡροδ. 5. 77· οὐδὲν ἄξιον δεσμοῦ Ἡρόδ. 3. 145· ἐν δεσμῷ Σοφ. Ἀντ. 858· ἐν δημοσίῳ δεσμῷ Πλάτ. Νόμ. 864Ε· δεσμοῦ τιμᾶσθαι Λυσ. 105. 16. 3) = [[δεσμός]], [[ἐπίδεσμος]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 16, 14, κτλ· - ἀλλὰ δεσμὸς ἄρθρου Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, [[εἶναι]] κατὰ τὸν Γαλην., ἀγκύλωσις. ΙΙ. = [[δέσμη]], [[Πολυδ]]. Β΄, 135, Εὐστ. 862. 27· δ. ἀργυρίου Ἑβδ. (Γεν. μβ΄, 27). | |lstext='''δεσμός''': ὁ· πληθ. δεσμά, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 157, Θέογν. 459, Ἡρόδ 6. 91, καὶ οὕτω τὸ πλεῖστον παρ’ Ἀττ. ποιητ. καὶ Πλάτ. Εὐθύφρ. 9Α· ἀλλὰ δεσμοὶ Αἰσχύλ. Πρ. 525, Εὐρ. Βάκχ. 518, 634, [[συχν]]. παρὰ Πλάτ. (δέω)·- παρ’ Ὁμ. [[καθόλου]], = [[ταινία]] ἢ πᾶν ὅ,τι χρήσιμον πρὸς δέσιν καὶ στερεοποίησιν· [[οἷον]] φορβειὰ (καπίστρι), Ἰλ. Ζ. 507· τὰ πρυμνήσια, τὸ [[καλῴδιον]] τῆς ἀγκύρας, Ὀδ. Ν. 100, κτλ· ἱμὰς τῆς θύρας, Φ. 241· οὕτω παρ’ Ἀττ. ὁ ἱμὰς τοῦ ζυγοῦ, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· πᾶς [[σύνδεσμος]] ἑνότητος, Πλάτ. Τιμ. 31C· ἐπὶ τῶν φωνηέντων, ὁ αὐτ. Σοφ. 253Α· δεσμοὶ πολιτείας, ἐπὶ τῶν νόμων, ὁ αὐτ. Νόμ. 793Β. 2) κατὰ πληθ. = δεσμά, ἁλύσεις, ἐκ δεσμῶν λυθῆναι Αἰσχύλ. Πρ. 509, 770· πρὶν ἂν χαλασθῇ δεσμὰ [[αὐτόθι]] 513· ἐν δεσμοῖσι Σοφ. Ἀποσπ. 60· δεσμοῖς Θουκ. 7. 82· ὁ ἐπὶ τῶν δεσμῶν = [[δεσμοφύλαξ]], Λουκ. Τοξ. 29· - [[ἐντεῦθεν]] καθ’ ἑνικ., περιληπτικῶς = δεσμά, φυλάκισις, [[φυλακή]], δεσμὸς [[ἀχλυόεις]] Ἐπίγρ. παρ’ Ἡροδ. 5. 77· οὐδὲν ἄξιον δεσμοῦ Ἡρόδ. 3. 145· ἐν δεσμῷ Σοφ. Ἀντ. 858· ἐν δημοσίῳ δεσμῷ Πλάτ. Νόμ. 864Ε· δεσμοῦ τιμᾶσθαι Λυσ. 105. 16. 3) = [[δεσμός]], [[ἐπίδεσμος]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 16, 14, κτλ· - ἀλλὰ δεσμὸς ἄρθρου Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, [[εἶναι]] κατὰ τὸν Γαλην., ἀγκύλωσις. ΙΙ. = [[δέσμη]], [[Πολυδ]]. Β΄, 135, Εὐστ. 862. 27· δ. ἀργυρίου Ἑβδ. (Γεν. μβ΄, 27). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />lien (corde, câble, amarre, courroie, nœud) ; <i>p. ext.</i> clou ; <i>au plur. d’ord.</i> [[οἱ]] δεσμοί liens, chaînes, fers ; <i>au sg.</i> emprisonnement, prison ; <i>en gén.</i> captivité ; <i>fig. d’ord. au plur.</i> liens (d’amitié, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[δέω]]¹. | |||
}} | }} |