διάδημα: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάδημα''': τό, ([[διαδέω]]) [[ταινία]]· ἰδίως ἡ περὶ τὴν τιάραν τοῦ τῶν Περσῶν βασιλέως, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Πλούτ. 2. 488D· παρέλαβε δὲ αὐτὴν καὶ ὁ Ἀλέξανδρος, Ἀρρ. Ἀν. 7. 22 καὶ ἔφερον οἱ Μακεδόνες βασιλεῖς, Ἡρῳδιαν. 1. 3, 7 καὶ ἀκολούθως οἱ βασιλεῖς ἐν γένει, Πλούτ. 2. 753D, πρβλ. Διόδ. 20. 54· τὸ [[χρῶμα]] αὐτῆς ἦτο κυανοῦν [[μετὰ]] λευκῶν στιγμάτων, caerulea fascia albo distincta, K. Curt. 3. 3, 19.
|lstext='''διάδημα''': τό, ([[διαδέω]]) [[ταινία]]· ἰδίως ἡ περὶ τὴν τιάραν τοῦ τῶν Περσῶν βασιλέως, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Πλούτ. 2. 488D· παρέλαβε δὲ αὐτὴν καὶ ὁ Ἀλέξανδρος, Ἀρρ. Ἀν. 7. 22 καὶ ἔφερον οἱ Μακεδόνες βασιλεῖς, Ἡρῳδιαν. 1. 3, 7 καὶ ἀκολούθως οἱ βασιλεῖς ἐν γένει, Πλούτ. 2. 753D, πρβλ. Διόδ. 20. 54· τὸ [[χρῶμα]] αὐτῆς ἦτο κυανοῦν [[μετὰ]] λευκῶν στιγμάτων, caerulea fascia albo distincta, K. Curt. 3. 3, 19.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> bandeau qui entourait la tiare des rois de Perse;<br /><b>2</b> diadème, couronne royale.<br />'''Étymologie:''' [[διαδέω]].
}}
}}