δήμιος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δήμιος''': Δωρ. δάμ-, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 55 α, ον, ([[δῆμος]])· - ἀνήκων εἰς τὸν λαόν, [[οἶκος]] Ὀδ. Υ. 264· αἰσυμνῆται δ., δικασταὶ ἐκλεγόμενοι ὑπὸ τοῦ δήμου, Θ. 259· πρῆξις δ΄ ἥδ’ ἰδίῃ, οὐ [[δήμιος]], οὐχὶ δημοσία, Γ. 82· οὕτω, δήμιον ἢ [[ἴδιον]] Δ. 314, πρβλ. 2. 32· ὡς ἐπίρρ., δήμια πίνειν, εἰς βάρος τοῦ δημοσίου, μὲ ἔξοδα τοῦ κοινοῦ, Ἰλ. Ρ. 250· τὸ δήμιον, = τὸ κοινόν, τὸ δημόσιον, τὸ κοινόν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 370, 699· - πρβλ.[[δημόσιος]]. ΙΙ. ὁ [[δήμιος]] (ἐνν. [[δοῦλος]]), ὁ [[δημόσιος]] τῶν ποινῶν ἐκτελεστής, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81, Πλάτ. Πολ. 439Ε, Λυσίας 135. 9, Αἰσχίν. 44 ἐν τέλ., κτλ.· (δάμιος [[μαστίκτωρ]] ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 159)· [[ὡσαύτως]], ὁ κοινὸς [[δήμιος]] Πλάτ. Νόμ. 872Β. 2) [[δημόσιος]] [[ἰατρός]], πτωχὸς ἦν καὶ δ. Φοινικίδ. Ἀδήλ. 1. 13. - Πρβλ. [[δημόσιος]] ΙΙ, [[δημόκοινος]].
|lstext='''δήμιος''': Δωρ. δάμ-, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 55 α, ον, ([[δῆμος]])· - ἀνήκων εἰς τὸν λαόν, [[οἶκος]] Ὀδ. Υ. 264· αἰσυμνῆται δ., δικασταὶ ἐκλεγόμενοι ὑπὸ τοῦ δήμου, Θ. 259· πρῆξις δ΄ ἥδ’ ἰδίῃ, οὐ [[δήμιος]], οὐχὶ δημοσία, Γ. 82· οὕτω, δήμιον ἢ [[ἴδιον]] Δ. 314, πρβλ. 2. 32· ὡς ἐπίρρ., δήμια πίνειν, εἰς βάρος τοῦ δημοσίου, μὲ ἔξοδα τοῦ κοινοῦ, Ἰλ. Ρ. 250· τὸ δήμιον, = τὸ κοινόν, τὸ δημόσιον, τὸ κοινόν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 370, 699· - πρβλ.[[δημόσιος]]. ΙΙ. ὁ [[δήμιος]] (ἐνν. [[δοῦλος]]), ὁ [[δημόσιος]] τῶν ποινῶν ἐκτελεστής, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81, Πλάτ. Πολ. 439Ε, Λυσίας 135. 9, Αἰσχίν. 44 ἐν τέλ., κτλ.· (δάμιος [[μαστίκτωρ]] ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 159)· [[ὡσαύτως]], ὁ κοινὸς [[δήμιος]] Πλάτ. Νόμ. 872Β. 2) [[δημόσιος]] [[ἰατρός]], πτωχὸς ἦν καὶ δ. Φοινικίδ. Ἀδήλ. 1. 13. - Πρβλ. [[δημόσιος]] ΙΙ, [[δημόκοινος]].
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> du peuple, public : [[δήμιος]] [[οἶκος]] OD maison commune ; δήμια πίνειν IL boire <i>ou</i> festiner aux frais de tous ; τὸ δήμιον ESCHL la chose publique;<br /><b>2</b> choisi <i>ou</i> élu parmi le peuple;<br /><b>3</b> qui exerce une charge au nom du peuple : ὁ [[δήμιος]] ([[δοῦλος]]) exécuteur public, bourreau.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]].
}}
}}