3,270,803
edits
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαναπαύω''': [[παρέχω]] εἴς τινα [[διάλειμμα]] ἀναπαύσεως, ἀφίνω τινὰ νὰ ἀναπαυθῇ ἐπ’ ὀλίγον, μετ’ αἰτ., Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 12· [[διακόπτω]] τινά, τό συνεχὲς Λουκ. Ἕρως. 7. - Μέσ., ἀναπαύομαι ἐπ’ ὀλίγον, Πλάτ. Συμπ. 191C, Νόμ. 625Β. | |lstext='''διαναπαύω''': [[παρέχω]] εἴς τινα [[διάλειμμα]] ἀναπαύσεως, ἀφίνω τινὰ νὰ ἀναπαυθῇ ἐπ’ ὀλίγον, μετ’ αἰτ., Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 12· [[διακόπτω]] τινά, τό συνεχὲς Λουκ. Ἕρως. 7. - Μέσ., ἀναπαύομαι ἐπ’ ὀλίγον, Πλάτ. Συμπ. 191C, Νόμ. 625Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> donner un intervalle de repos, laisser se reposer qqe temps, acc.;<br /><b>2</b> interrompre;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαναπαύομαι prendre un peu de repos.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀναπαύω]]. | |||
}} | }} |