Anonymous

διαναπαύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαναπαύω''': [[παρέχω]] εἴς τινα [[διάλειμμα]] ἀναπαύσεως, ἀφίνω τινὰ νὰ ἀναπαυθῇ ἐπ’ ὀλίγον, μετ’ αἰτ., Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 12· [[διακόπτω]] τινά, τό συνεχὲς Λουκ. Ἕρως. 7. - Μέσ., ἀναπαύομαι ἐπ’ ὀλίγον, Πλάτ. Συμπ. 191C, Νόμ. 625Β.
|lstext='''διαναπαύω''': [[παρέχω]] εἴς τινα [[διάλειμμα]] ἀναπαύσεως, ἀφίνω τινὰ νὰ ἀναπαυθῇ ἐπ’ ὀλίγον, μετ’ αἰτ., Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 12· [[διακόπτω]] τινά, τό συνεχὲς Λουκ. Ἕρως. 7. - Μέσ., ἀναπαύομαι ἐπ’ ὀλίγον, Πλάτ. Συμπ. 191C, Νόμ. 625Β.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> donner un intervalle de repos, laisser se reposer qqe temps, acc.;<br /><b>2</b> interrompre;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαναπαύομαι prendre un peu de repos.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀναπαύω]].
}}
}}