3,274,216
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαμάω''': μέλλ. -ήσω, [[κόπτω]] διὰ μέσου, [[διασχίζω]], χιτῶνα Ἰλ. Γ. 359· λευκὴν παρηΐδα Εὐρ. Ἠλ. 1023· διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ., 374· - [[σκαλίζω]], [[διασκάπτω]], δακτύλοις δ. χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 709, [[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Θουκ. 4. 26· τὴν χιόνα Πολύβ. 3. 55, 6. | |lstext='''διαμάω''': μέλλ. -ήσω, [[κόπτω]] διὰ μέσου, [[διασχίζω]], χιτῶνα Ἰλ. Γ. 359· λευκὴν παρηΐδα Εὐρ. Ἠλ. 1023· διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ., 374· - [[σκαλίζω]], [[διασκάπτω]], δακτύλοις δ. χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 709, [[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Θουκ. 4. 26· τὴν χιόνα Πολύβ. 3. 55, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />déchirer, creuser.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute [[διά]], [[ἀμάω]] « moissonner, couper ». | |||
}} | }} |