Anonymous

διαμάω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_6a)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] (s. [[ἀμάω]]), durchmähen, <b class="b2">durchschneiden</b>, durchstoßen, durchhauen. Hom. ἀντικρὺ δὲ παραὶ λαπἀρην διάμησε χιτῶνα | [[ἔγχος]] Iliad. 8, 359. 7, 253. Vgl. [[ἀπαμάω]], ἐπαμάω, [[καταμάω]]. – Folgende: λευκὴν παρηΐδα Eur. El. 1023, <b class="b2">zerkratzen</b>, ἄκροισι δακτύλοισι χθόνα Bacch. 708, u. Sp., wie Qu. Sm. 1, 620. – Med., auseinanderkratzen, <b class="b2">aufscharren</b>, κάχληκα Thuc. 4, 26; χιόνα Pol. 3, 55, 6; – a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] (s. [[ἀμάω]]), durchmähen, <b class="b2">durchschneiden</b>, durchstoßen, durchhauen. Hom. ἀντικρὺ δὲ παραὶ λαπἀρην διάμησε χιτῶνα | [[ἔγχος]] Iliad. 8, 359. 7, 253. Vgl. [[ἀπαμάω]], ἐπαμάω, [[καταμάω]]. – Folgende: λευκὴν παρηΐδα Eur. El. 1023, <b class="b2">zerkratzen</b>, ἄκροισι δακτύλοισι χθόνα Bacch. 708, u. Sp., wie Qu. Sm. 1, 620. – Med., auseinanderkratzen, <b class="b2">aufscharren</b>, κάχληκα Thuc. 4, 26; χιόνα Pol. 3, 55, 6; – a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''διαμάω''': μέλλ. -ήσω, [[κόπτω]] διὰ μέσου, [[διασχίζω]], χιτῶνα Ἰλ. Γ. 359· λευκὴν παρηΐδα Εὐρ. Ἠλ. 1023· διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ., 374· - [[σκαλίζω]], [[διασκάπτω]], δακτύλοις δ. χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 709, [[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Θουκ. 4. 26· τὴν χιόνα Πολύβ. 3. 55, 6.
}}
}}