διαμένω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμένω''': μέλλ. -μενῶ˙ πρκμ. -μεμένηκα˙ - [[μένω]] διαρκῶς, τινὶ Ἱππ. 1248Ε, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 7˙ - [[ἐπιμένω]], ἔν τινι Πλάτ. Πρωτ. 344Β˙ ἐπί τινι Ξεν. Ἀπολ. 30˙ δ. ἐν ἑαυτῷ, ἐπιμένει εἰς τὸν σκοπόν του, Πολύβ. 10. 40, 6˙ - ἀπολ., τηρῶ τὴν θέσιν μου, [[μένω]] [[σταθερός]], Δημ. 44. 10., 583, 27˙ διατηροῦμαι, ἐξακολουθῶ νὰ [[ὑπάρχω]], νὰ ζῶ, Ἐπίχ. 146 Ahr.˙ [[ὑπομένω]], εἶμαι [[ἰσχυρός]], Ἰσοκρ. 169D˙ ἐπὶ μορφῆς, χρώματος, κτλ., ταὐτὸν δ., ἐξακολουθῶ ὢν ὁ [[αὐτός]], εἶμαι [[διαρκής]], Ἄλεξ. Βρεττ. 2˙ [[χρῶμα]] διαμένον Νικόλ. Ἀδήλ. 1. 28, πρβλ. Ἀντιφ. Ἀδήλ. 60˙ - [[μετὰ]] μετοχ., δ. λέγων Δημ. 107. 21˙ δ. ὅμοιοι ὄντες Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 5.
|lstext='''διαμένω''': μέλλ. -μενῶ˙ πρκμ. -μεμένηκα˙ - [[μένω]] διαρκῶς, τινὶ Ἱππ. 1248Ε, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 7˙ - [[ἐπιμένω]], ἔν τινι Πλάτ. Πρωτ. 344Β˙ ἐπί τινι Ξεν. Ἀπολ. 30˙ δ. ἐν ἑαυτῷ, ἐπιμένει εἰς τὸν σκοπόν του, Πολύβ. 10. 40, 6˙ - ἀπολ., τηρῶ τὴν θέσιν μου, [[μένω]] [[σταθερός]], Δημ. 44. 10., 583, 27˙ διατηροῦμαι, ἐξακολουθῶ νὰ [[ὑπάρχω]], νὰ ζῶ, Ἐπίχ. 146 Ahr.˙ [[ὑπομένω]], εἶμαι [[ἰσχυρός]], Ἰσοκρ. 169D˙ ἐπὶ μορφῆς, χρώματος, κτλ., ταὐτὸν δ., ἐξακολουθῶ ὢν ὁ [[αὐτός]], εἶμαι [[διαρκής]], Ἄλεξ. Βρεττ. 2˙ [[χρῶμα]] διαμένον Νικόλ. Ἀδήλ. 1. 28, πρβλ. Ἀντιφ. Ἀδήλ. 60˙ - [[μετὰ]] μετοχ., δ. λέγων Δημ. 107. 21˙ δ. ὅμοιοι ὄντες Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 5.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> rester jusqu’au bout, demeurer, persister : [[ἐπί]] τινι dans qqe état, dans qqe sentiment, <i>etc.</i><br /><b>2</b> rester ferme, se maintenir fermement ; supporter patiemment.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μένω]].
}}
}}