3,270,341
edits
(Bailly1_2) |
(big3_11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> rester jusqu’au bout, demeurer, persister : [[ἐπί]] τινι dans qqe état, dans qqe sentiment, <i>etc.</i><br /><b>2</b> rester ferme, se maintenir fermement ; supporter patiemment.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μένω]]. | |btext=<b>1</b> rester jusqu’au bout, demeurer, persister : [[ἐπί]] τινι dans qqe état, dans qqe sentiment, <i>etc.</i><br /><b>2</b> rester ferme, se maintenir fermement ; supporter patiemment.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μένω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. [[δειαμένω]] Asoka <i>Edict</i>.11S.<br /><b class="num">1</b> sent. temp. [[mantenerse]], [[durar]] de abstr., estados, cualidades, c. dat. πάθεα ... ἂν διαμείνῃ τοῖσι παιδίοισι Hp.<i>Aph</i>.3.28, διαμένει ... τοῖς βασιλεῦσιν ἡ πολυδωρία X.<i>Cyr</i>.8.2.7, οὐδὲ τῷ βίῳ ταὐτὸν διαμένει σχῆμα Alex.35.3, c. giro prep. (ἡ [[δημοκρατία]]) ἐν μὲν ταῖς ἡσυχίαις ... διαμένουσα Isoc.8.51, διαμένοντος τοῦ νομίμου παρὰ τοῖς ἀποίκοις D.S.1.55, sin rég., de síntomas οὐ πάνυ διαμένειν Hp.<i>Aph</i>.2.27, ὅταν ἡ καθεστηκυῖα ἕξις διαμένῃ Pl.<i>Lg</i>.893e, de un tipo de matrimonios, Is.3.29, de la enemistad, Is.7.12, de razonamientos, D.26.18, ἡ χρυσῆ παροιμία διαμεμένηκε Thphr.<i>Fr</i>.86, del alma, Epicur.<i>Ep</i>.[2] 65, διαμένουσιν αἱ οὐσίαι Ocell.30, c. ac. de tiempo ὅτεῳ μὴ διαμένουσιν ἐπὶ πολλὸν οἱ πειραθέντες φίλοι, [[δύστροπος]] Democr.B 100, τῶν ἄλλων πολιτειῶν αὗται πλεῖστον χρόνον διαμένουσιν Isoc.2.16, cf. D.S.1.2, διαμεμενηκὼς ἐπὶ τῆς αὐτῆς αἱρέσεως ἅπαντα τὸν χρόνον <i>SEG</i> 25.112.26 (Ática II a.C.)<br /><b class="num">•</b>tb. de cosas y pers. [[permanecer]] c. ac. de tiempo, de unas semillas διαμένει δὲ οὐδὲν πλέον τεττάρων ἐτῶν Thphr.<i>HP</i> 7.5.5, de Alejandro διαμείνας ἡμέρας τριάκοντα D.S.17.110, ὃς ζῇ τε καὶ διαμένει εἰς αἰῶνας αἰώνων Manes 66.8<br /><b class="num">•</b>c. inf. [[esperar]], [[aguardar]] ἐπὶ τοῖς δένδρεσι καρπὸς οὐδεὶς ὡραῖος γενέσθαι διέμεινεν D.H.1.23, ὁ (Ἰωάννης) μὴ διαμείνας πώποτε παρακληθῆναι <i>A.Io</i>.57.2.<br /><b class="num">2</b> c. determ. modales [[continuar]], [[quedarse]], [[conservarse]] en una cualidad o estado, c. adj. pred. [[ἄλυπος]] καὶ πολυχρόνιος ... διαμείνειεν ἄν Arist.<i>Rh</i>.1361<sup>b</sup>31, [[ἄπαις]] διέμεινε <i>AP</i> 11.70 (Leon.), ὀμόσασα παρθένος διαμενεῖν D.S.4.16, τὸ [[ἔθνος]] ... διέμεινεν ἀνάλωτον D.S.17.111, τούτων φύλαξ μοι διαμένοις τῶν δογμάτων Amph.<i>Seleuc</i>.214, διέμενεν κωφός <i>Eu.Luc</i>.1.22, ἀπαθὴς ... ὡς ἔστι διαμένει Ath.Al.M.26.396C, ἡ μάχη διέμεινεν ἰσόρροπος D.S.15.85, cf. Vett.Val.175.32, τοὺς καλάμους ἀβλαβεῖς διαμένοντας Aesop.239, cf. D.S.1.17, c. part. pred. ὅσαι δὲ εὐχροοῦσαι διαμένουσιν las (mujeres) que se conservan con buen color</i> Hp.<i>Steril</i>.216, [[διαμένω]] λέγων D.8.71, οὐδὲ γὰρ αὑτοῖς διαμένουσιν ὅμοιοι ὄντες Arist.<i>EN</i> 1159<sup>b</sup>8, ὅπως διαμενεῖς ὢν Χαρισίῳ φίλος Men.<i>Epit</i>.653, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.657.34 (III a.C.), εἰ διαμένοι τεθυμωμένος si continuaba indignado</i> I.<i>AI</i> 1.330, cf. Plu.2.174f, ἵνα δειαμείνωσιν (<i>sic</i>) ... εὐσεβοῦντες Asoka l.c., τὰ φαλλικὰ ... διαμένει νομιζόμενα Arist.<i>Po</i>.1449<sup>a</sup>12, διαμεμένηκε δ' ἡ λίμνη τὴν εὐχρηστίαν παρεχομένη τοῖς κατ' Αἴγυπτον el lago había continuado siendo de utilidad a los egipcios</i> D.S.1.52, τῆς οὐσίας ... μιᾶς οὔσης καὶ διαμενούσης Eun.Cyz. en Pamph.Mon.<i>Solut</i>.12.158<br /><b class="num">•</b>c. dat. de modo [[γλῶσσα]] ... τῷ δὲ χρώματι διαμένουσα Hp.<i>Coac</i>.224, ἕως γήρους διέμεινεν αὐτῷ lo conservó hasta la vejez</i> LXX <i>Si</i>.46.9, δ. τῷ προσήκοντι καταστήματι τὴν πόλιν <i>ITemple of Hibis</i> 4.3 (I d.C.), c. prep. y dat., esp. c. ἐν: διαμένειν ἐν ταύτῃ τῇ ἕξει Pl.<i>Prt</i>.344b, ἐν τῇ εἰλημμένῃ ὑπολήψει Aristox.<i>Harm</i>.40.8, ἐν ἑαυτῷ διέμεινε continuaba siendo el mismo</i> Plb.10.40.6, ἐν τῇ αὐτῇ ταλαιπωρίᾳ <i>PTeb</i>.27.40 (II a.C.), ἐν τοῖς πατρίοις διαμένουσιν ἕκαστοι cada uno continúa en las ocupaciones de sus padres</i> Str.16.4.25, ἐν τῇ πρὸς Καρχηδονίους φιλίᾳ D.S.14.48, ὡς διαμένοι ἐν τῷ σχήματι Luc.<i>Gall</i>.11, tb. c. ἐπί: ἐπὶ τῇ δουλοπρεπεῖ διατριβῇ ... οὐ διαμενεῖν X.<i>Ap</i>.30<br /><b class="num">•</b>part. neutr. subst. τὸ διαμένον [[lo inalterable]] τὸ μηδέποτε ἐν τῷ ποιῷ μηδὲ ποσῷ δ. D.L.3.9.<br /><b class="num">3</b> sent. fís. [[mantenerse inalterado]], [[quedarse en su sitio]] del recto, Hp.<i>Fist</i>.9, [[ἄνω]] τὸ πνεῦμα διαμένει κατ' οὐρανόν Epich.226, διαμένειν ... τὸ χρῶμα ταὐτό Antiph.229.2, cf. Nicol.Com.1.28, πῶς δὲ διέμεινεν ἄν τι LXX <i>Sap</i>.11.25, χιών Plb.3.55.1, σημεῖα D.S.1.22<br /><b class="num">•</b>de pers. [[mantenerse firme]], [[resistir]] διαμεῖναι ... ἕως ... D.4.15, cf. 21.216, de unas ciudades, Ph.2.25<br /><b class="num">•</b>de Dios op. los humanos [[mantenerse inalterable]], [[subsistir]] αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις <i>Ep.Hebr</i>.1.11.<br /><b class="num">4</b> c. inf. suj. [[quedar establecido]], [[ser costumbre]] διέμεινε ... Μινύας ἐπονομάζεσθαι σφᾶς Paus.9.36.6, c. dat. de pers. ὅθεν ἔτι διαμένει ταῖς φυλαῖς τὸ [[δέκα]] κληροῦν ἑκάστην Arist.<i>Ath</i>.8.1, διαμένει ... τοῖς ἀγωνίζεσθαι μέλλουσι τὰ Ὀλύμπια ἐναγίζειν τῷ Οἰβώτᾳ es costumbre de los competidores en las olimpíadas hacer un sacrificio a Ebotas</i> Paus.7.17.14, διαμεμένηκε ... αὐτῷ Ποσειδῶνος ἱερὸν νομίζεσθαι Paus.7.27.8. | |||
}} | }} |