3,274,216
edits
(6_3) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαμαρτύρομαι''': [ῠ], ἐπικαλοῦμαι θεοὺς καὶ ἀνθρώπους μάρτυρας, ἰδίως ἐν περιπτώσει ψευδολογίας ἢ ἀδικήματος, Λατ. obtestari, Δημ. 232. 28., 275. 17, κτλ.· δ. μὴ..., μετ᾽ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 899. 5· δ. [[ὅπως]] μὴ..., [[μετὰ]] μέλλ., ὁ αὐτ. 1047. 24· - τινι μὴ ποιεῖν, [[διαμαρτύρομαι]], [[ἐγείρω]] ἔνστασιν [[ἐναντίον]] τῆς πράξεως, ἣν μέλλει τις νὰ πράξῃ, Αἰσχίν. 40. 9, καὶ συχνὸν παρὰ Πολυβ. 2) [[καθόλου]], [[ἐπιμαρτύρομαι]], σοβαρῶς [[διακηρύττω]], Πλάτ. Φαίδωνι 101Α, κτλ. 3) ἀπολ., ζητῶ ἐπιμόνως [[παρά]] τινος, [[ἐξορκίζω]], Ξεν. Κύρ. 7. 1, 9. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468. | |lstext='''διαμαρτύρομαι''': [ῠ], ἐπικαλοῦμαι θεοὺς καὶ ἀνθρώπους μάρτυρας, ἰδίως ἐν περιπτώσει ψευδολογίας ἢ ἀδικήματος, Λατ. obtestari, Δημ. 232. 28., 275. 17, κτλ.· δ. μὴ..., μετ᾽ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 899. 5· δ. [[ὅπως]] μὴ..., [[μετὰ]] μέλλ., ὁ αὐτ. 1047. 24· - τινι μὴ ποιεῖν, [[διαμαρτύρομαι]], [[ἐγείρω]] ἔνστασιν [[ἐναντίον]] τῆς πράξεως, ἣν μέλλει τις νὰ πράξῃ, Αἰσχίν. 40. 9, καὶ συχνὸν παρὰ Πολυβ. 2) [[καθόλου]], [[ἐπιμαρτύρομαι]], σοβαρῶς [[διακηρύττω]], Πλάτ. Φαίδωνι 101Α, κτλ. 3) ἀπολ., ζητῶ ἐπιμόνως [[παρά]] τινος, [[ἐξορκίζω]], Ξεν. Κύρ. 7. 1, 9. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> protester en prenant les dieux et les hommes à témoin;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> protester, affirmer <i>en gén.</i><br /><b>3</b> protester pour empêcher, interdire par une protestation.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μαρτύρομαι]]. | |||
}} | }} |