ἐπαινετικός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαινετικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν συνήθειαν νὰ ἐπαινῇ, οὐδ’ αὖ [[ἐπαινετικός]] ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 31· ἔχων ἔπαινον, [[ἐγκωμιαστικός]], τῶν ἐπαινετικῶν τούτων λόγων Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 19. ― Ἐπίρρ. ἐπαινετικῶς Εὐστ. 102. 37.
|lstext='''ἐπαινετικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν συνήθειαν νὰ ἐπαινῇ, οὐδ’ αὖ [[ἐπαινετικός]] ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 31· ἔχων ἔπαινον, [[ἐγκωμιαστικός]], τῶν ἐπαινετικῶν τούτων λόγων Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 19. ― Ἐπίρρ. ἐπαινετικῶς Εὐστ. 102. 37.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concene l’éloge, laudatif.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαινέω]].
}}
}}