3,274,159
edits
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαινετικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν συνήθειαν νὰ ἐπαινῇ, οὐδ’ αὖ [[ἐπαινετικός]] ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 31· ἔχων ἔπαινον, [[ἐγκωμιαστικός]], τῶν ἐπαινετικῶν τούτων λόγων Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 19. ― Ἐπίρρ. ἐπαινετικῶς Εὐστ. 102. 37. | |lstext='''ἐπαινετικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν συνήθειαν νὰ ἐπαινῇ, οὐδ’ αὖ [[ἐπαινετικός]] ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 31· ἔχων ἔπαινον, [[ἐγκωμιαστικός]], τῶν ἐπαινετικῶν τούτων λόγων Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 19. ― Ἐπίρρ. ἐπαινετικῶς Εὐστ. 102. 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concene l’éloge, laudatif.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαινέω]]. | |||
}} | }} |