Anonymous

ἐπαινετικός: Difference between revisions

From LSJ
12
(Bailly1_2)
(12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concene l’éloge, laudatif.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαινέω]].
|btext=ή, όν :<br />qui concene l’éloge, laudatif.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαινέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπαινετικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για έπαινο<br /><b>2.</b> αυτός που συνηθίζει να επαινεί, [[εγκωμιαστικός]] («επαινετικά [[λόγια]]»).
}}
}}