συγκοσμέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκοσμέω''': [[συναρμόζω]] [[ὁμοῦ]], συντάττω, διαθέτω, Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 13. 2. ― Παθ., ἐξ ἐναντίων συγκεκ. Μᾶρκ. Ἀντων. 7. 48. ΙΙ. περιποιῶ τιμὴν εἴς τινα, κοσμῶ τινα, τιμῶ Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26.
|lstext='''συγκοσμέω''': [[συναρμόζω]] [[ὁμοῦ]], συντάττω, διαθέτω, Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 13. 2. ― Παθ., ἐξ ἐναντίων συγκεκ. Μᾶρκ. Ἀντων. 7. 48. ΙΙ. περιποιῶ τιμὴν εἴς τινα, κοσμῶ τινα, τιμῶ Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> donner de la grâce <i>ou</i> plus de grâce;<br /><b>2</b> gouverner <i>ou</i> diriger ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κοσμέω]].
}}
}}