συγκοσμέω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
A arrange together, adjust, Arist.Cael.293a27; ἀγῶνα SIG1073.43 (Olympia, ii A.D.):—Pass., τὸ ἐκ τῶν ἐναντίων συγκοσμούμενον M.Ant.7.48.
II confer honour on, to be an ornament to, X.Cyr.2.2.26:—Pass., Vett.Val.46.28, al.
2 join in honouring, Polem.Cyn.49.
German (Pape)
[Seite 969] mit- oder zusammenordnen, zusammenstellen; Arist. de coel. 2, 13; τινί τι, Polem. 1, 49; mitschmücken, Xen. Cyr. 2, 2, 26, – τὸν κόσμον, die Welt zusammen verwalten, M. Ant. 5. 1.
French (Bailly abrégé)
συγκοσμῶ :
1 donner de la grâce ou plus de grâce;
2 gouverner ou diriger ensemble.
Étymologie: σύν, κοσμέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κοσμέω mede opsieren, d.w.z. bijdragen aan iemands sier of eer.
Russian (Dvoretsky)
συγκοσμέω:
1 делать краше, облагораживать (τινα Xen.);
2 приводить в порядок, упорядочивать, устраивать Arst.
Greek Monotonic
συγκοσμέω: μέλ. -ήσω, απονέμω, αποδίδω τιμή σε κάποιον, κοσμώ, στολίζω κάποιον, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συγκοσμέω: συναρμόζω ὁμοῦ, συντάττω, διαθέτω, Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 13. 2. ― Παθ., ἐξ ἐναντίων συγκεκ. Μᾶρκ. Ἀντων. 7. 48. ΙΙ. περιποιῶ τιμὴν εἴς τινα, κοσμῶ τινα, τιμῶ Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26.