3,277,121
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατατρῠφάω''': ἐντρυφῶ, τρυφηλῶς [[διάγω]], Εὐμάθ. σ. 186· κατασπαταλῶ, Ἡσύχ.· κ. τοῦ λόγου, κατ. τοῦ διηγήματος, [[ἡδέως]] [[διατρίβω]] ἐν τῷ λόγῳ, διηγοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀλαζονικῶς φέρομαι, Λουκ. ἐν Διΐ Τραγ. 53· τινος, κατά τινος, [[πρός]] τινα, τῆς εὐηθείας κ., καταγελᾶν καὶ ἐμπαίζειν, Γρηγ. Ναζ. | |lstext='''κατατρῠφάω''': ἐντρυφῶ, τρυφηλῶς [[διάγω]], Εὐμάθ. σ. 186· κατασπαταλῶ, Ἡσύχ.· κ. τοῦ λόγου, κατ. τοῦ διηγήματος, [[ἡδέως]] [[διατρίβω]] ἐν τῷ λόγῳ, διηγοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀλαζονικῶς φέρομαι, Λουκ. ἐν Διΐ Τραγ. 53· τινος, κατά τινος, [[πρός]] τινα, τῆς εὐηθείας κ., καταγελᾶν καὶ ἐμπαίζειν, Γρηγ. Ναζ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être arrogant.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τρυφάω]]. | |||
}} | }} |