χαμεύνη: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμεύνη''': ἡ, ἀντὶ χαμαιεύνη, [[στιβάς]], εὐνὴ ἢ [[κοίτη]] ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, κατὰ γῆς ἐστρωμένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1540, Εὐρ. Ρῆσ. 9. 849, Θεόκρ. 13. 33. 2) [[καθόλου]], [[κλίνη]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 816.
|lstext='''χᾰμεύνη''': ἡ, ἀντὶ χαμαιεύνη, [[στιβάς]], εὐνὴ ἢ [[κοίτη]] ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, κατὰ γῆς ἐστρωμένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1540, Εὐρ. Ρῆσ. 9. 849, Θεόκρ. 13. 33. 2) [[καθόλου]], [[κλίνη]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 816.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> lit qu’on fait à terre;<br /><b>2</b> bois de lit.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[εὐνή]].
}}
}}