δυσανάκλητος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσανάκλητος''': -ον, ὃν δυσκόλως ἀνακαλεῖ τις, Πλούτ. Θησ. 24, κτλ.· ‒ ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν ὑγείαν, δυσανακλήτως ἔχειν Διοσκ. Ἀλεξ. 16· ἢ εἰς εὐθυμίαν. Μάξ. Τύρ. 33. 6.
|lstext='''δυσανάκλητος''': -ον, ὃν δυσκόλως ἀνακαλεῖ τις, Πλούτ. Θησ. 24, κτλ.· ‒ ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν ὑγείαν, δυσανακλήτως ἔχειν Διοσκ. Ἀλεξ. 16· ἢ εἰς εὐθυμίαν. Μάξ. Τύρ. 33. 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à rappeler, à ramener.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀνακαλέω]].
}}
}}