3,273,153
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔγερσις''': -εως, ἡ, τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· [[οὕτως]], ἡ τοῦ θυμοῦ ἔγ. Πλάτ. Τίμ. 70C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 8, 10· - τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ νεκρῶν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 53. 2) [[ἀνέγερσις]], [[οἰκοδόμησις]], τειχίων Ἡρόδ. 8. 5, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 5, 3. | |lstext='''ἔγερσις''': -εως, ἡ, τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· [[οὕτως]], ἡ τοῦ θυμοῦ ἔγ. Πλάτ. Τίμ. 70C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 8, 10· - τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ νεκρῶν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 53. 2) [[ἀνέγερσις]], [[οἰκοδόμησις]], τειχίων Ἡρόδ. 8. 5, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 5, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> érection, construction;<br /><b>2</b> action d’éveiller ; réveil ; résurrection ; <i>fig.</i> excitation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγείρω]]. | |||
}} | }} |