Anonymous

ἔγερσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔγερσις''': -εως, ἡ, τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· [[οὕτως]], ἡ τοῦ θυμοῦ ἔγ. Πλάτ. Τίμ. 70C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 8, 10· - τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ νεκρῶν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 53. 2) [[ἀνέγερσις]], [[οἰκοδόμησις]], τειχίων Ἡρόδ. 8. 5, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 5, 3.
|lstext='''ἔγερσις''': -εως, ἡ, τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· [[οὕτως]], ἡ τοῦ θυμοῦ ἔγ. Πλάτ. Τίμ. 70C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 8, 10· - τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ νεκρῶν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 53. 2) [[ἀνέγερσις]], [[οἰκοδόμησις]], τειχίων Ἡρόδ. 8. 5, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 5, 3.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> érection, construction;<br /><b>2</b> action d’éveiller ; réveil ; résurrection ; <i>fig.</i> excitation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγείρω]].
}}
}}