ἐθελόδουλος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐθελόδουλος''': -ον, [[ἑκούσιος]] [[δοῦλος]], δουλεύων θεληματικῶς, Πλάτ. Πολ. 362 Δ: - Ἐπίρρ., ἐθελοδούλως ἔχειν Πλουτ. Ἄρατ. 25.
|lstext='''ἐθελόδουλος''': -ον, [[ἑκούσιος]] [[δοῦλος]], δουλεύων θεληματικῶς, Πλάτ. Πολ. 362 Δ: - Ἐπίρρ., ἐθελοδούλως ἔχειν Πλουτ. Ἄρατ. 25.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />esclave volontaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐθέλω]], [[δοῦλος]].
}}
}}