ἐθελόδουλος
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
ἐθελόδουλον, serving voluntarily, Pl.R. 562d, Ph.1.376, Aristaenet.2.2. Adv. ἐθελοδούλως, ἔχειν Plu.Arat.25.
Spanish (DGE)
-ον
1 sometido voluntariamente como esclavo, servil προπηλακίζει ὡς ἐθελοδούλους les tacha de serviles (a los que se someten a los magistrados), Pl.R.562d, por amor ὡς ἐθελόδουλον ἔχε ten(me) como esclavo voluntario Aristaenet.2.2.11, προαίρεσις Ath.Al.M.28.1408D
•subst. ὁ ἐ. μιμησάμενοι τοὺς ἐθελοδούλους Ph.1.376.
2 adv. -ως en situación de servidumbre voluntaria διὰ τὴν συνήθειαν ἐ. ἔχειν Plu.Arat.25.
German (Pape)
[Seite 718] freiwillig dienend, sich unterwerfend, Plat. Rep. VIII, 562 d u. Sp.; ἐθελοδούλως ἔχειν, die Sklaverei willig erdulden, Plut. Arat. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
esclave volontaire.
Étymologie: ἐθέλω, δοῦλος.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελόδουλος: ὁ добровольный раб (ἐθελόδουλοι καὶ οὐδὲν ὄντες Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελόδουλος: -ον, ἑκούσιος δοῦλος, δουλεύων θεληματικῶς, Πλάτ. Πολ. 362 Δ: - Ἐπίρρ., ἐθελοδούλως ἔχειν Πλουτ. Ἄρατ. 25.
Greek Monolingual
-ο (AM ἐθελόδουλος, -ον)
ο εκούσιος δούλος, αυτός που ανέχεται τη δουλεία.
Greek Monotonic
ἐθελόδουλος: -ον, αυτός που γίνεται δούλος με τη θέλησή του, σε Πλάτ.