ἔθνος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔθνος''': -εος, τό, (ἐκ τῆς √ϜΕΘ· ἴδε ἐν Ἰλ. Β. 87., Η. 115, κ. ἀλλ.): ἀριθμός τις ἀνθρώπων ζώντων [[ὁμοῦ]], [[ἄθροισμα]] ἀνθρώπων ἀποτελούντων ἓν σύνολον, [[ὁμάς]], ἑτάρων [[ἔθνος]], [[ἔθνος]] ἑταίρων, ὁμὰς συντρόφων, Ἰλ. Γ. 32., Η. 115, κτλ.· [[ἔθνος]] λαῶν, πληθὺς ἀνθρώπων [[μεγάλη]], Ἰλ. Ν. 495· καὶ ἐπὶ φυλῶν, Λυκίων μέγα ἔθ. Μ. 330· Ἀχαιῶν ἔ. Ρ. 552· ἐν τῷ πληθ., ἔθνεα πεζῶν Λ 724. πρβλ. Β. 91· ἔθνεα νεκρῶν Ὀδ. Κ. 526· καὶ ἐπὶ ζῴων, ἔθνεα μυιάων, μελισσάων, ὀρνίθων, σμήνη, πλήθη, κτλ., Ἰλ. Β. 87, 459, 469· οὕτω καὶ ἔθνη θηρῶν Σοφ. Φ. 1147, Ἀντ. 344· ὁ Πίνδ. ἔχει [[ὡσαύτως]] [[ἔθνος]] μερόπων, ἀνέρων, γυναικῶν, γένος, οἰκογένεια, [[φυλή]], Ο. 1. 106, Π. 4. 448· [[ἔθνος]] τόδε, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 366. 2) μεθ’ Ὅμηρον, [[ἔθνος]], [[λαός]], τὸ Μηδικὸν [[ἔθνος]] Ἡρόδ. 1. 101, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 43. 56, κτλ.· τὸ δὲ γένος [[εἶναι]] [[ὑποδιαίρεσις]] τοῦ [[ἔθνος]], Ἡρόδ. 1. 56, πρβλ. γένος ΙΙΙ. 1. γ. β) ἐν τῇ Καιν. Διαθ. καὶ τοῖς Ἐκκλ. τὰ ἔθνη, οἱ ἐθνικοί, [[ἤτοι]] πάντες πλὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Χριστιανῶν· πρβλ. [[βάρβαρος]]. 3) ἰδιαιτέρα [[τάξις]] ἀνθρώπων, [[φυλή]], τὸ Θετταλῶν … πενεστικὸν [[ἔθνος]] Πλάτ. Νόμ. 776D· [[ἔθνος]] κηρυκικόν, ῥαψωδῶν ὁ αὐτ. Πολιτικ. 290C, Ξεν. Συμπ. 3. 6, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 455Β, Ἀριστ. Ἀποσπ. 347: - [[ὡσαύτως]], [[τάξις]] ἀνθρώπων ἐν σχέσει πρὸς τὸν βαθμὸν ἢ τὴν κοινωνικὴν θέσιν, οὐ πρὸς τοῦτο βλέποντες …, [[ὅπως]] … ἕν τι [[ἔθνος]] ἔσται [[διαφερόντως]] εὔδαιμον Πλάτ. Πολ. 420D, πρβλ. 421C, 519Ε. 4) [[φῦλον]], τὸ θῆλυ [[ἔθνος]] Ξεν. Οἰκ. 7. 26. 5) [[μέρος]], ἀριθμός τις, Ἱππ. 408. 33· πρβλ. [[ὁμοεθνία]]. ΙΙ. ἐπὶ ἑνὸς καὶ μόνου προσώπου, γένος, ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον [[ἔθνος]], Πυθέα, Πινδ. Ν. 5. 80· πρβλ. γένος ΙΙ.
|lstext='''ἔθνος''': -εος, τό, (ἐκ τῆς √ϜΕΘ· ἴδε ἐν Ἰλ. Β. 87., Η. 115, κ. ἀλλ.): ἀριθμός τις ἀνθρώπων ζώντων [[ὁμοῦ]], [[ἄθροισμα]] ἀνθρώπων ἀποτελούντων ἓν σύνολον, [[ὁμάς]], ἑτάρων [[ἔθνος]], [[ἔθνος]] ἑταίρων, ὁμὰς συντρόφων, Ἰλ. Γ. 32., Η. 115, κτλ.· [[ἔθνος]] λαῶν, πληθὺς ἀνθρώπων [[μεγάλη]], Ἰλ. Ν. 495· καὶ ἐπὶ φυλῶν, Λυκίων μέγα ἔθ. Μ. 330· Ἀχαιῶν ἔ. Ρ. 552· ἐν τῷ πληθ., ἔθνεα πεζῶν Λ 724. πρβλ. Β. 91· ἔθνεα νεκρῶν Ὀδ. Κ. 526· καὶ ἐπὶ ζῴων, ἔθνεα μυιάων, μελισσάων, ὀρνίθων, σμήνη, πλήθη, κτλ., Ἰλ. Β. 87, 459, 469· οὕτω καὶ ἔθνη θηρῶν Σοφ. Φ. 1147, Ἀντ. 344· ὁ Πίνδ. ἔχει [[ὡσαύτως]] [[ἔθνος]] μερόπων, ἀνέρων, γυναικῶν, γένος, οἰκογένεια, [[φυλή]], Ο. 1. 106, Π. 4. 448· [[ἔθνος]] τόδε, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 366. 2) μεθ’ Ὅμηρον, [[ἔθνος]], [[λαός]], τὸ Μηδικὸν [[ἔθνος]] Ἡρόδ. 1. 101, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 43. 56, κτλ.· τὸ δὲ γένος [[εἶναι]] [[ὑποδιαίρεσις]] τοῦ [[ἔθνος]], Ἡρόδ. 1. 56, πρβλ. γένος ΙΙΙ. 1. γ. β) ἐν τῇ Καιν. Διαθ. καὶ τοῖς Ἐκκλ. τὰ ἔθνη, οἱ ἐθνικοί, [[ἤτοι]] πάντες πλὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Χριστιανῶν· πρβλ. [[βάρβαρος]]. 3) ἰδιαιτέρα [[τάξις]] ἀνθρώπων, [[φυλή]], τὸ Θετταλῶν … πενεστικὸν [[ἔθνος]] Πλάτ. Νόμ. 776D· [[ἔθνος]] κηρυκικόν, ῥαψωδῶν ὁ αὐτ. Πολιτικ. 290C, Ξεν. Συμπ. 3. 6, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 455Β, Ἀριστ. Ἀποσπ. 347: - [[ὡσαύτως]], [[τάξις]] ἀνθρώπων ἐν σχέσει πρὸς τὸν βαθμὸν ἢ τὴν κοινωνικὴν θέσιν, οὐ πρὸς τοῦτο βλέποντες …, [[ὅπως]] … ἕν τι [[ἔθνος]] ἔσται [[διαφερόντως]] εὔδαιμον Πλάτ. Πολ. 420D, πρβλ. 421C, 519Ε. 4) [[φῦλον]], τὸ θῆλυ [[ἔθνος]] Ξεν. Οἰκ. 7. 26. 5) [[μέρος]], ἀριθμός τις, Ἱππ. 408. 33· πρβλ. [[ὁμοεθνία]]. ΙΙ. ἐπὶ ἑνὸς καὶ μόνου προσώπου, γένος, ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον [[ἔθνος]], Πυθέα, Πινδ. Ν. 5. 80· πρβλ. γένος ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> race, peuple, nation, tribu <i>en gén.</i><br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> ἔθνεα νεκρῶν OD le peuple des morts ; ἔθνεα λαῶν IL les races des peuples;<br /><b>2</b> <i>en parl. d’animaux</i> θηρῶν ἔθνη SOPH les races des bêtes sauvages ; [[ἔθνος]] μελισσάων, ὀρνίθων IL la race des abeilles, des oiseaux;<br /><b>3</b> classe, corporation;<br /><b>4</b> sexe : τὸ θῆλυ [[ἔθνος]] XÉN le sexe féminin;<br /><b>II.</b> <i>abs.</i> race de peuples, race, nation ; κατὰ ἔθνη THC par races, par nations.<br />'''Étymologie:''' R. Ἐθ de Ϝεθ pousser, croître ; cf. [[φῦλον]] de [[φύω]].
}}
}}