δυσπερίληπτος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπερίληπτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πειλάβῃ τις, «[[ἄμπελος]] δυσὶν ἀνδράσι τὸ [[πάχος]] [[δυσπερίληπτος]]» Στράβ. σ. 826· γαστὴρ Ποσειδών ,παρ' Ἀθην. 549Ε· [[πόλις]] τοῖς ἐναντίοις δυσπ. Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3. ΙΙ. [[δυσνόητος]], [[δυσκατάληπτος]], Διόδ. 1. 3.
|lstext='''δυσπερίληπτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πειλάβῃ τις, «[[ἄμπελος]] δυσὶν ἀνδράσι τὸ [[πάχος]] [[δυσπερίληπτος]]» Στράβ. σ. 826· γαστὴρ Ποσειδών ,παρ' Ἀθην. 549Ε· [[πόλις]] τοῖς ἐναντίοις δυσπ. Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3. ΙΙ. [[δυσνόητος]], [[δυσκατάληπτος]], Διόδ. 1. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à entourer, à embrasser ; <i>fig.</i> difficile à comprendre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[περιλαμβάνω]].
}}
}}