3,243,880
edits
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσπερίληπτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πειλάβῃ τις, «[[ἄμπελος]] δυσὶν ἀνδράσι τὸ [[πάχος]] [[δυσπερίληπτος]]» Στράβ. σ. 826· γαστὴρ Ποσειδών ,παρ' Ἀθην. 549Ε· [[πόλις]] τοῖς ἐναντίοις δυσπ. Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3. ΙΙ. [[δυσνόητος]], [[δυσκατάληπτος]], Διόδ. 1. 3. | |lstext='''δυσπερίληπτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πειλάβῃ τις, «[[ἄμπελος]] δυσὶν ἀνδράσι τὸ [[πάχος]] [[δυσπερίληπτος]]» Στράβ. σ. 826· γαστὴρ Ποσειδών ,παρ' Ἀθην. 549Ε· [[πόλις]] τοῖς ἐναντίοις δυσπ. Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3. ΙΙ. [[δυσνόητος]], [[δυσκατάληπτος]], Διόδ. 1. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à entourer, à embrasser ; <i>fig.</i> difficile à comprendre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[περιλαμβάνω]]. | |||
}} | }} |