ἔκβολος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκβολος''': -ον, ([[ἐκβάλλω]]) ἐκβληθείς, ἐκριφθείς, [[ἔκθετος]], ἔκβολον οἴκου [[βρέφος]] Εὐρ. Φοίν. 104· [[ἐντεῦθεν]], ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἔκβολον, τό, ἀπερριμένον, ἔκβ. κόρης ὁ αὐτ. Ἴων 555· νηδύος ἔκβ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 91· - [[ἀλλά]], ναὸς ἔκβολα, σημαίνει ῥάκη ἐκ τῶν ἱστίων ναυαγήσαντος πλοίου ἀποβρασμένα εἰς τὴν ξηράν, ὁ αὐτ. Ἑλ. 422: [[ἀλλά]], 2) ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 1042, πόντου ἔκβολον, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἡ [[θάλασσα]] ὑπερβᾶσα τὰ ἑαυτῆς ὅρια εἰσώρμησεν εἰς τὴν γῆν· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] Χ.
|lstext='''ἔκβολος''': -ον, ([[ἐκβάλλω]]) ἐκβληθείς, ἐκριφθείς, [[ἔκθετος]], ἔκβολον οἴκου [[βρέφος]] Εὐρ. Φοίν. 104· [[ἐντεῦθεν]], ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἔκβολον, τό, ἀπερριμένον, ἔκβ. κόρης ὁ αὐτ. Ἴων 555· νηδύος ἔκβ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 91· - [[ἀλλά]], ναὸς ἔκβολα, σημαίνει ῥάκη ἐκ τῶν ἱστίων ναυαγήσαντος πλοίου ἀποβρασμένα εἰς τὴν ξηράν, ὁ αὐτ. Ἑλ. 422: [[ἀλλά]], 2) ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 1042, πόντου ἔκβολον, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἡ [[θάλασσα]] ὑπερβᾶσα τὰ ἑαυτῆς ὅρια εἰσώρμησεν εἰς τὴν γῆν· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] Χ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />chassé de, rejeté ; <i>subst.</i> πόντου ἔκβολον EUR pointe de terre qui jaillit de la mer, promontoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκβάλλω]].
}}
}}