ἔκβολος

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκβολος Medium diacritics: ἔκβολος Low diacritics: έκβολος Capitals: ΕΚΒΟΛΟΣ
Transliteration A: ékbolos Transliteration B: ekbolos Transliteration C: ekvolos Beta Code: e)/kbolos

English (LSJ)

ἔκβολον,
A thrown out or thrown away, exposed, ἔκβολον οἴκων βρέφος E.Ph.804 (lyr.); rejected, σφόνδυλοι Supp.Epigr.2.569.22 (Didyma); ἔκβολον βροτῶν βίου Luc.Trag.215.
2 frustrated, LXX Ju. 11.11.
3 cast out, (ἔφοδος) ὡσανεὶ κόσκινον (ἀριθμοὺς) ὥσπερ ἐ. ἀποχωρίσει Iamb.in Nic.p.29P.; τὰ διὰ κοσκίνου ἔκβολα ib.p.30P.
II Subst. ἔκβολον, τό, outcast, ἔκβολον κόρης E.Ion555; νηδύος ἔκβολον Id.Ba.91 (lyr.).
2 ναὸς ἔκβολα seem to be rags cast out from the ship, Id.Hel.422; but,
3 in Id.IT1042 πόντου ἔκβολον an outbreak, promontory, a place where the sea has broken in upon the land.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. arrojado, expulsado Οἰδιπόδαν ... βρέφος ἔκβολον οἴκων E.Ph.804, ἔκβολον βροτῶν σε θήσουσιν βίου Luc.Trag.215, cf. Herm.Vis.3.5.5
rechazado ἵνα μὴ γένηται ὁ κύριός μου ἔ. καὶ ἄπρακτος LXX Iu.11.11
subst. ὁ ἔ. abandonado, expuesto ἔ. κόρης expósito de una joven E.Io 555, νηδύος ἔ. de Dioniso nacido prematuramente, E.Ba.91.
2 de cosas desechado, tirado a la basura αἰτίζων ... ἔκβολα λύματα δαιτός mendigando desperdicios desechados del banquete Call.Cer.115, ἀριθμός Iambl.in Nic.29
inservible σφόνδυλοι Didyma 40.28 (II a.C.).
II subst. τὸ ἔκβολον, τὰ ἔκβολα
1 en plu. restos, desechos, despojos ναὸς ἐκβόλοις ἁμπίσχομαι E.Hel.422, cf. 1214, ὥσπερ τὰ διὰ κοσκίνου ἔκβολα Iambl.in Nic.30.
2 promontorio, saliente de tierra πόντου ... παρ' ἔκβολον junto al promontorio que se adentra en el mar E.IT 1042.

German (Pape)

[Seite 755] ausgeworfen, verstoßen; ἔκβολον οἴκων βρέφος Eur. Phoen. 811; ausgesetzt, Ion 555; unzeitig, von der Leibesfrucht, Bacch. 90; subst. ὁ ἔκβολος, das Vorgebirge, nach Andern eine Bucht, I. T. 1042; τὰ ἔκβολα νεώς, das Wrack des gestrandeten Schiffes, Hel. 1214.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chassé de, rejeté ; subst. πόντου ἔκβολον EUR pointe de terre qui jaillit de la mer, promontoire.
Étymologie: ἐκβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἔκβολος: выброшенный, изгнанный (οἴκων Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκβολος: -ον, (ἐκβάλλω) ἐκβληθείς, ἐκριφθείς, ἔκθετος, ἔκβολον οἴκου βρέφος Εὐρ. Φοίν. 104· ἐντεῦθεν, ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἔκβολον, τό, ἀπερριμένον, ἔκβ. κόρης ὁ αὐτ. Ἴων 555· νηδύος ἔκβ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 91· - ἀλλά, ναὸς ἔκβολα, σημαίνει ῥάκη ἐκ τῶν ἱστίων ναυαγήσαντος πλοίου ἀποβρασμένα εἰς τὴν ξηράν, ὁ αὐτ. Ἑλ. 422: ἀλλά, 2) ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 1042, πόντου ἔκβολον, φαίνεται ὅτι σημαίνει μέρος ἔνθαθάλασσα ὑπερβᾶσα τὰ ἑαυτῆς ὅρια εἰσώρμησεν εἰς τὴν γῆν· πρβλ. ἐκβάλλω Χ.

Greek Monolingual

ἔκβολος, -ον (Α)
1. αυτός που ρίχτηκε έξω ή μακριά, ο απόβλητος
2. μάταιος, ανίσχυρος, άχρηστος
3. ξεχωρισμένος
4. διωγμένος
5. το ουδ. ως ουσ. το ἔκβολον
α) απόρριμμα, απόβλημα
β) στον πληθ. «ναὸς ἔκβολα» — τα λείψανα ναυαγισμένου πλοίου που βγαίνουν στην ξηρά
6. φρ. «πόντου ἔκβολον» — γιαλός όπου το κύμα μπαίνει στη στεριά.

Greek Monotonic

ἔκβολος: -ον (ἐκβάλλω), αυτός που έχει εγκαταλειφθεί σ' ένα μέρος, με γεν., σε Ευρ.· ως ουσ., ἔκβολον, τό, απόβλητος, στον ίδ.· αλλά, ναὸς ἔκβολα, κουρέλια που ξεβράστηκαν από το ναυαγισμένο πλοίο, στον ίδ.

Middle Liddell

ἔκβολος, ον ἐκβάλλω
cast out of a place, c. gen., Eur.:—as substantive, ἔκβολον, ου, τό, an outcast, Eur.:—but, ναὸς ἔκβολα rags cast out from the ship, Eur.

English (Woodhouse)

exposed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)