ἕκητι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕκητι''': Δωρ. [[ἕκατι]], ([[οὗτος]] ὁ [[τύπος]] ἦτο ἀείποτε ἐν χρήσει παρὰ τοῖς τραγικοῖς, Πόρσων ἐν Εὐρ. Ὀρ. 26). Ἴδε [[ἕκηλος]]: ― πιθαν. ἀρχαία δοτικὴ ἐν ἐπιρρηματικῇ χρήσει, ἀλλ’ ἀείποτε [[μετὰ]] γενικῆς ἥτις συνήθως προηγεῖται, σημαίνει δὲ: [[ἕνεκα]], χάριτι, τῇ θελήσει, τῇ ἀρωγῇ, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ. ([[ἐπειδὴ]] ἐν τῇ Ἰλιάδ. μεταχειρίζεται ἀείποτε τὸ ἰσοδύναμον ἰότητι), καὶ [[πάντοτε]] ἐπὶ θεῶν, Διὸς... [[ἕκητι]] Ὀδ. Υ. 42· Ἑρμείαο ἕκ. Ο. 319· Ἀπόλλωνός γε ἕκ. Τ. 86· Παλλάδος καὶ Λοξίου [[ἕκατι]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 759. ΙΙ. ὁ Πίνδ. [[ἐνίοτε]] προτάσσει αὐτὸ τοῦ πτωτικοῦ, καὶ ὡς οἱ μετ’ αὐτὸν ποιηταὶ μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ πραγμάτων, ἀκριβῶς ὡς τὸ [[ἕνεκα]]. 1) ἐξ αἰτίας, [[ἕνεκα]], [[χάριν]]..., [[ἕκατι]] ποδῶν Πινδ. Ν. 8. 81 κεδνῶν [[ἕκατι]] πραγμάτων Αἰσχύλ. Χο. 701, πρβλ. 214, 436, κτλ. ἀρετῆς ἕκ. Σοφ. Φ. 669, πρβλ. Τρ. 274, 353· γάμων ἔκ Εὐρ. Μήδ. 1235. 2) παρὰ Τραγ. σημαίνει [[προσέτι]]: ὡς [[πρός]], Λατ. quod attinet ad, πλήθους ἕκ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 337 κελευμάτων δ’ ἕκ. Εὐρ. Κύκλ. 655.
|lstext='''ἕκητι''': Δωρ. [[ἕκατι]], ([[οὗτος]] ὁ [[τύπος]] ἦτο ἀείποτε ἐν χρήσει παρὰ τοῖς τραγικοῖς, Πόρσων ἐν Εὐρ. Ὀρ. 26). Ἴδε [[ἕκηλος]]: ― πιθαν. ἀρχαία δοτικὴ ἐν ἐπιρρηματικῇ χρήσει, ἀλλ’ ἀείποτε [[μετὰ]] γενικῆς ἥτις συνήθως προηγεῖται, σημαίνει δὲ: [[ἕνεκα]], χάριτι, τῇ θελήσει, τῇ ἀρωγῇ, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ. ([[ἐπειδὴ]] ἐν τῇ Ἰλιάδ. μεταχειρίζεται ἀείποτε τὸ ἰσοδύναμον ἰότητι), καὶ [[πάντοτε]] ἐπὶ θεῶν, Διὸς... [[ἕκητι]] Ὀδ. Υ. 42· Ἑρμείαο ἕκ. Ο. 319· Ἀπόλλωνός γε ἕκ. Τ. 86· Παλλάδος καὶ Λοξίου [[ἕκατι]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 759. ΙΙ. ὁ Πίνδ. [[ἐνίοτε]] προτάσσει αὐτὸ τοῦ πτωτικοῦ, καὶ ὡς οἱ μετ’ αὐτὸν ποιηταὶ μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ πραγμάτων, ἀκριβῶς ὡς τὸ [[ἕνεκα]]. 1) ἐξ αἰτίας, [[ἕνεκα]], [[χάριν]]..., [[ἕκατι]] ποδῶν Πινδ. Ν. 8. 81 κεδνῶν [[ἕκατι]] πραγμάτων Αἰσχύλ. Χο. 701, πρβλ. 214, 436, κτλ. ἀρετῆς ἕκ. Σοφ. Φ. 669, πρβλ. Τρ. 274, 353· γάμων ἔκ Εὐρ. Μήδ. 1235. 2) παρὰ Τραγ. σημαίνει [[προσέτι]]: ὡς [[πρός]], Λατ. quod attinet ad, πλήθους ἕκ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 337 κελευμάτων δ’ ἕκ. Εὐρ. Κύκλ. 655.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. et épq. c.</i> [[ἕκατι]].
}}
}}