ἐθελόκακος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐθελόκακος''': -ον, ὁ ἐκ προαιρέσεως κακός, [[δειλός]], ἐπὶ στρατιωτῶν: - Ἐπίρρ. ἐθελοκάκως Ἀππ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἐθελόκακος''': -ον, ὁ ἐκ προαιρέσεως κακός, [[δειλός]], ἐπὶ στρατιωτῶν: - Ἐπίρρ. ἐθελοκάκως Ἀππ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />volontairement méchant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐθέλω]], [[κακός]].
}}
}}