ἐκκαρπόομαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκαρπόομαι''': [[συνάγω]] τοὺς καρποὺς ἢ [[ἀπολαύω]] τῶν καρπῶν τινος, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκαρπούμενος, ποιητ. ἀντὶ ἐκτεκνούμενος, Εὐρ. Ἴων 815, πρβλ. καὶ 438· ἐκκ. φιλίαν Δίων Κ. 37. 56. ΙΙ. [[ἀπολαύω]] τῶν καρπῶν τινος, [[μετὰ]] γεν., ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπώσασθαι Θουκ. 5. 28· ἐκκ. τινα, ἐξαντλεῖν τινα, ἀποξηραίνειν, Δημ. 700. 19.
|lstext='''ἐκκαρπόομαι''': [[συνάγω]] τοὺς καρποὺς ἢ [[ἀπολαύω]] τῶν καρπῶν τινος, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκαρπούμενος, ποιητ. ἀντὶ ἐκτεκνούμενος, Εὐρ. Ἴων 815, πρβλ. καὶ 438· ἐκκ. φιλίαν Δίων Κ. 37. 56. ΙΙ. [[ἀπολαύω]] τῶν καρπῶν τινος, [[μετὰ]] γεν., ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπώσασθαι Θουκ. 5. 28· ἐκκ. τινα, ἐξαντλεῖν τινα, ἀποξηραίνειν, Δημ. 700. 19.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ἐκκαρπώσομαι;<br />tirer profit de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[καρπόω]].
}}
}}