3,243,794
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκβόλιμος''': -ον, ἐκριφθείς, ἐκβληθείς· - ἐκβόλιμον, τό, τὸ προώρως γεννηθέν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 3, π. Ζ., Μορ. 3. 4, 2· ἐν τοῖς ἐκβολίμοις τῶν μικρῶν ᾠῶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6· πρβλ. ἐκβολὰς 2, [[ἐμβόλιμος]] 2) μεταφ. [[ταπεινός]], [[φαῦλος]], πρόστυχος, Πλούτ. 2. 44Ε. | |lstext='''ἐκβόλιμος''': -ον, ἐκριφθείς, ἐκβληθείς· - ἐκβόλιμον, τό, τὸ προώρως γεννηθέν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 3, π. Ζ., Μορ. 3. 4, 2· ἐν τοῖς ἐκβολίμοις τῶν μικρῶν ᾠῶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6· πρβλ. ἐκβολὰς 2, [[ἐμβόλιμος]] 2) μεταφ. [[ταπεινός]], [[φαῦλος]], πρόστυχος, Πλούτ. 2. 44Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />digne d’être rejeté, abject.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκβολή]]. | |||
}} | }} |