Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκβόλιμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκβόλιμος''': -ον, ἐκριφθείς, ἐκβληθείς· - ἐκβόλιμον, τό, τὸ προώρως γεννηθέν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 3, π. Ζ., Μορ. 3. 4, 2· ἐν τοῖς ἐκβολίμοις τῶν μικρῶν ᾠῶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6· πρβλ. ἐκβολὰς 2, [[ἐμβόλιμος]] 2) μεταφ. [[ταπεινός]], [[φαῦλος]], πρόστυχος, Πλούτ. 2. 44Ε.
|lstext='''ἐκβόλιμος''': -ον, ἐκριφθείς, ἐκβληθείς· - ἐκβόλιμον, τό, τὸ προώρως γεννηθέν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 3, π. Ζ., Μορ. 3. 4, 2· ἐν τοῖς ἐκβολίμοις τῶν μικρῶν ᾠῶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6· πρβλ. ἐκβολὰς 2, [[ἐμβόλιμος]] 2) μεταφ. [[ταπεινός]], [[φαῦλος]], πρόστυχος, Πλούτ. 2. 44Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />digne d’être rejeté, abject.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκβολή]].
}}
}}