ἐκσῴζω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκσῴζω''': Ἐπ. [[ἐκσαόω]] (ὃ ἴδε): μέλλ. -σώσω: ―[[διασῴζω]], διαφυλάττω ἐκ κινδύνου, διατηρῶ ἀσφαλῆ, Ἡρόδ. 9. 107, Σοφ. Αἴ. 1128, κτλ.· ἐκσ. τινά τινος, σῴζω τινὰ ἔκ τινος, Εὐρ. Ἠλ. 28· ὅτ’ ἐξέσωσάς μ’ εἰς [[φάος]] νεκρῶν πάρα ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1222· τινὰ ἐκ κινδύνων Πλάτ. Γοργ. 486Β: ― Μέσ., σῴζω ἐμαυτόν, Ἡρόδ. 2. 107· ἢ σῴζω δι’ ἐμαυτόν, ὡς... βίοτον ἐκσωσοίατο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 360· κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται δένδρα Σοφ. Ἀντ. 713: ― Παθ., [[ὅταν]]... νεῶν φθαρέντες ἐχθροὶ νῆσον ἐκσῳζοίατο, [[ὅταν]] νικηθέντες ἐν τῇ ναυμαχίᾳ οἱ ἐχθροὶ προσπαθήσωσι νὰ εὕρωσι [[καταφύγιον]] ἐν τῇ νήσῳ κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 451· [[οὕτως]], ἐξεσώθης Εὐρ. Ἱκ. 751.
|lstext='''ἐκσῴζω''': Ἐπ. [[ἐκσαόω]] (ὃ ἴδε): μέλλ. -σώσω: ―[[διασῴζω]], διαφυλάττω ἐκ κινδύνου, διατηρῶ ἀσφαλῆ, Ἡρόδ. 9. 107, Σοφ. Αἴ. 1128, κτλ.· ἐκσ. τινά τινος, σῴζω τινὰ ἔκ τινος, Εὐρ. Ἠλ. 28· ὅτ’ ἐξέσωσάς μ’ εἰς [[φάος]] νεκρῶν πάρα ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1222· τινὰ ἐκ κινδύνων Πλάτ. Γοργ. 486Β: ― Μέσ., σῴζω ἐμαυτόν, Ἡρόδ. 2. 107· ἢ σῴζω δι’ ἐμαυτόν, ὡς... βίοτον ἐκσωσοίατο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 360· κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται δένδρα Σοφ. Ἀντ. 713: ― Παθ., [[ὅταν]]... νεῶν φθαρέντες ἐχθροὶ νῆσον ἐκσῳζοίατο, [[ὅταν]] νικηθέντες ἐν τῇ ναυμαχίᾳ οἱ ἐχθροὶ προσπαθήσωσι νὰ εὕρωσι [[καταφύγιον]] ἐν τῇ νήσῳ κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 451· [[οὕτως]], ἐξεσώθης Εὐρ. Ἱκ. 751.
}}
{{bailly
|btext=sauver de : τινα ἔκ τινος sauver qqn d’un danger;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκσῴζομαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> se tirer d’un danger : ἐκσ. νῆσον ESCHL gagner pour sa sûreté une île, se sauver <i>ou</i> se réfugier dans une île;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> sauver : βίοτον ESCHL sa vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[σῴζω]].
}}
}}