ἠμάτιος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠμάτιος''': ᾰ, α, ον, ([[ἦμαρ]]) ποιητ. ἀντὶ [[ἡμερήσιος]], ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, νύκτας δ’ ἀλλύεσκεν Ὀδ. Β. 104, πρβλ. Τ. 149· ἠμάτιαι σπεύδουσι μέλισσαι Ἡσ. Θ. 597· ἠμ. [[φέγγος]], ὅ ἐ. ὁ [[ἥλιος]], Ἀνθ. Π.. 9. 651. 2) καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἰλ. Ι. 72.
|lstext='''ἠμάτιος''': ᾰ, α, ον, ([[ἦμαρ]]) ποιητ. ἀντὶ [[ἡμερήσιος]], ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, νύκτας δ’ ἀλλύεσκεν Ὀδ. Β. 104, πρβλ. Τ. 149· ἠμάτιαι σπεύδουσι μέλισσαι Ἡσ. Θ. 597· ἠμ. [[φέγγος]], ὅ ἐ. ὁ [[ἥλιος]], Ἀνθ. Π.. 9. 651. 2) καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἰλ. Ι. 72.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui se fait pendant le jour;<br /><b>2</b> de chaque jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἦμαρ]].
}}
}}