ἠμάτιος

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠμάτιος Medium diacritics: ἠμάτιος Low diacritics: ημάτιος Capitals: ΗΜΑΤΙΟΣ
Transliteration A: ēmátios Transliteration B: ēmatios Transliteration C: imatios Beta Code: h)ma/tios

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, (ἦμαρ) poet. for ἡμερήσιος,
A by day, ἠματίη μὲν δφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od.2.104, cf. 19.149; ἠμάτιαι σπεύδουσι [μέλισσαι] Hes.Th.597; ἠμάτιον φέγγος, i.e. the sun, AP9.651 (Paul. Sil.).
2 day by day, daily, Il.9.72.

German (Pape)

[Seite 1164] p. = ἡμερήσιος, bei Tage, am Tage; ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν, νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od. 2, 204; μέλισσαι ἠμάτιαι σπεύδουσι Hes. Th. 597; φέγγος, das Tageslicht, Paul. gil. 64 (IX, 651); Gegensatz ἔννυχος, Arat. 580. – Aber Il. 9, 71, τὸν νῆες Ἀχαιῶν ἠμάτιαι Θρῄκηθεν ἐπ' εὐρέα πόντον ἄγουσιν, ist es = täglich.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui se fait pendant le jour;
2 de chaque jour.
Étymologie: ἦμαρ.

Russian (Dvoretsky)

ἠμάτιος: (ᾰ)
1 дневной (φέγγος Anth.);
2 работающий днем (μέλισσαι Hes.): ἠματίη ὑφαίνεσκεν ἱστόν Hom. днем (Пенелопа) ткала полотно;
3 ежедневный: οἶνος, τὸν νῆες ἠμάτιαι ἄγουσιν Hom. вино, которое корабли ежедневно привозят.

Greek (Liddell-Scott)

ἠμάτιος: ᾰ, α, ον, (ἦμαρ) ποιητ. ἀντὶ ἡμερήσιος, ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, νύκτας δ’ ἀλλύεσκεν Ὀδ. Β. 104, πρβλ. Τ. 149· ἠμάτιαι σπεύδουσι μέλισσαι Ἡσ. Θ. 597· ἠμ. φέγγος, ὅ ἐ. ὁ ἥλιος, Ἀνθ. Π.. 9. 651. 2) καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἰλ. Ι. 72.

English (Autenrieth)

by day, Od. 2.104; daily, Il. 9.72.

Greek Monolingual

ἠμάτιος, -ίη, -ον (Α)
(ποιητ. τ. του ημερήσιος)
1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας («ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστὸν νύκτας δ' ἀλλύεσκεν», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που γίνεται κάθε μέρα, ο καθημερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμαρ, -τος «μέρα»].

Greek Monotonic

ἠμάτιος: [ᾰ], -α, -ον (ἦμαρ),
I. ποιητ. αντί ἡμερήσιος, αυτός που συμβαίνει μέσα στο χρονικό διάστημα της ημέρας, σε Ομήρ. Οδ.
II. μέρα με τη μέρα, καθημερινά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἠμᾰ́τιος, η, ον ἦμαρ
I. by day, Od.
II. day by day, daily, Il.