κάλλος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάλλος''': -εος, Ἀττ. ους, τό, ([[καλός]]): - [[εὐμορφία]], ἐπὶ τοῦ Γανυμήδους, κάλλεος [[εἵνεκα]] οἷο Ἰλ. Υ. 235· ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ι. 130, κτλ.· ἐν Ὀδ. Σ. 192, κάλλεϊ μὲν οἱ πρῶτα [[προσώπατα]] καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ [[Κυθέρεια]] χρίεται ἡ [[Ἀθηνᾶ]] κατέστησε τὸ [[πρόσωπον]] τῆς Πηνελόπης λαμπρὸν μὲ ἀθάνατον [[κάλλος]], μὲ τὸ ὁποῖον ἡ [[Ἀφροδίτη]] ἀλείφει ἑαυτήν, - [[ἔνθα]] τὸ χρίεται ἔκαμε καὶ αὐτὸν τὸν Voss νὰ ἐκλάβῃ τὸ [[κάλλος]] ὡς [[μύρον]] τι· ἀλλ’ ὁ [[Ὅμηρος]] θεωρεῖ τὸ [[κάλλος]] ὥς τι ἐξωτερικόν, ἐπιχεόμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον, «ἔστι δὲ [[κάλλος]] τοιοῦτον ἀμβρόσιον ἀλληγορικῶς ἡ ἐπιπολάζουσα κατὰ [[πρόσωπον]] φυσικὴ καλλονὴ καὶ [[εὐπρέπεια]]» (Εὐστ.) (πρβλ. [[χάρις]] Ι)· οὕτω, κάλλεΐ τε [[στίλβων]] καὶ εἵμασι Ἰλ. Γ. 392· κάλλεϊ καὶ χάρισι [[στίλβων]] Ὀδ. Ζ. 237· πρβλ. Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 277: - [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ. καὶ πεζολόγοις, γυναῖκε.. κάλλει ἀμώμῳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 185· ἀντίθετον τῷ [[αἶσχος]], Πλάτ. Συμπ. 201Α· τῶν ἔργων τό τε [[μέγεθος]] καὶ τὸ [[κάλλος]] Ἰσοκρ. 240Β· χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα Ἡρόδ. 8. 144, πρβλ. Πλάτ. Χαρμ. 157Ε· ἐπὶ πλοίων, Θουκ. 3. 17· [[κάλλος]] τῆς ψυχῆς, τῶν μαθημάτων Πλάτ. Πολ. 444D, Γοργ. 475Α· ἐς [[κάλλος]] ἀσκεῖ, προσπαθεῖ νὰ φαίνηται [[ὡραία]], νὰ ἐπιδεικνύῃ τὸ [[κάλλος]] αὐτῆς, Εὐρ. Ἠλ. 1073· οὐ γὰρ ἐς [[κάλλος]] τύχας [[δαίμων]] δίδωσιν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1201· εἰς [[κάλλος]] ζῆν, [[χάριν]] ἡδονῆς, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 33· [[ἀλλά]], ὁ εἰς κ. [[βίος]], ἀντίθετον τῷ [[αἰσχρουργία]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 6: - [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., κατά τε σωμάτων κάλλη καὶ κατὰ τὴν τῶν ψυχῶν.. ἀρετὴν ἐλλόγιμοί τε ἦσαν καὶ ὀνομαστότατοι πάντων τῶν [[τότε]] Πλάτ. Κριτίας 112Ε, 115D, κτλ.· [[κάλλος]], [[γλαφυρότης]] ὕφους, Λογγῖνος 5. 1. 2) ὡς συγκεκριμένον, ἐπὶ προσώπων, [[καλλονή]], [[ὡραιότης]], Σοφ. (ἴδε ἐν λ. [[ὕπουλος]]), Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· τὸ πλεῖστον ἐπὶ γυναικῶν, τὴν θυγατέρα, δεινόν τι [[κάλλος]] καὶ [[μέγεθος]] Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· Γαλάτεια, [[κάλλος]] Ἐρώτων Φιλόξ. 8· Ἑλένη καὶ [[Λήδα]] καὶ [[ὅλως]] τὰ ἀρχαῖα κάλλη Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 18. 1, πρβλ. Εἰκ. 2· ὡς ὁ Τερέντιος (ἐν Εὐνούχω) 2. 2, 70) λέγει forma ἀντὶ formosa puella. 3) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], ὡραῖα πράγματα, [[οἷον]] ἐνδύματα καὶ ὑφάσματα, ἐν ποικίλοις.. κάλλεσιν βαίνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 923· βάπτειν τὰ κάλλ. Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 45· πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 110Α, Κριτίαν 115D, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 64, Ἡσ. ἐν λ.· κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Πλάτ. Νόμ. 625Β· κάλλεα κηροῦ, ὡραῖα ἔργα ἐκ κηροῦ, δηλ. κηρῆθραι, Ἀνθ. Π. 9. 363, 15· κάλλη τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα ἱερῶν Δημ. 35. 15· κάλλη οἰκοδομημάτων = καλὰ οἰκοδομήματα Πλούτ. 2. 409Α, πρβλ. 935, Δίων Κ. 65. 16. - Ὅρα [[ὡσαύτως]] κάλλαια.
|lstext='''κάλλος''': -εος, Ἀττ. ους, τό, ([[καλός]]): - [[εὐμορφία]], ἐπὶ τοῦ Γανυμήδους, κάλλεος [[εἵνεκα]] οἷο Ἰλ. Υ. 235· ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ι. 130, κτλ.· ἐν Ὀδ. Σ. 192, κάλλεϊ μὲν οἱ πρῶτα [[προσώπατα]] καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ [[Κυθέρεια]] χρίεται ἡ [[Ἀθηνᾶ]] κατέστησε τὸ [[πρόσωπον]] τῆς Πηνελόπης λαμπρὸν μὲ ἀθάνατον [[κάλλος]], μὲ τὸ ὁποῖον ἡ [[Ἀφροδίτη]] ἀλείφει ἑαυτήν, - [[ἔνθα]] τὸ χρίεται ἔκαμε καὶ αὐτὸν τὸν Voss νὰ ἐκλάβῃ τὸ [[κάλλος]] ὡς [[μύρον]] τι· ἀλλ’ ὁ [[Ὅμηρος]] θεωρεῖ τὸ [[κάλλος]] ὥς τι ἐξωτερικόν, ἐπιχεόμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον, «ἔστι δὲ [[κάλλος]] τοιοῦτον ἀμβρόσιον ἀλληγορικῶς ἡ ἐπιπολάζουσα κατὰ [[πρόσωπον]] φυσικὴ καλλονὴ καὶ [[εὐπρέπεια]]» (Εὐστ.) (πρβλ. [[χάρις]] Ι)· οὕτω, κάλλεΐ τε [[στίλβων]] καὶ εἵμασι Ἰλ. Γ. 392· κάλλεϊ καὶ χάρισι [[στίλβων]] Ὀδ. Ζ. 237· πρβλ. Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 277: - [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ. καὶ πεζολόγοις, γυναῖκε.. κάλλει ἀμώμῳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 185· ἀντίθετον τῷ [[αἶσχος]], Πλάτ. Συμπ. 201Α· τῶν ἔργων τό τε [[μέγεθος]] καὶ τὸ [[κάλλος]] Ἰσοκρ. 240Β· χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα Ἡρόδ. 8. 144, πρβλ. Πλάτ. Χαρμ. 157Ε· ἐπὶ πλοίων, Θουκ. 3. 17· [[κάλλος]] τῆς ψυχῆς, τῶν μαθημάτων Πλάτ. Πολ. 444D, Γοργ. 475Α· ἐς [[κάλλος]] ἀσκεῖ, προσπαθεῖ νὰ φαίνηται [[ὡραία]], νὰ ἐπιδεικνύῃ τὸ [[κάλλος]] αὐτῆς, Εὐρ. Ἠλ. 1073· οὐ γὰρ ἐς [[κάλλος]] τύχας [[δαίμων]] δίδωσιν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1201· εἰς [[κάλλος]] ζῆν, [[χάριν]] ἡδονῆς, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 33· [[ἀλλά]], ὁ εἰς κ. [[βίος]], ἀντίθετον τῷ [[αἰσχρουργία]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 6: - [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., κατά τε σωμάτων κάλλη καὶ κατὰ τὴν τῶν ψυχῶν.. ἀρετὴν ἐλλόγιμοί τε ἦσαν καὶ ὀνομαστότατοι πάντων τῶν [[τότε]] Πλάτ. Κριτίας 112Ε, 115D, κτλ.· [[κάλλος]], [[γλαφυρότης]] ὕφους, Λογγῖνος 5. 1. 2) ὡς συγκεκριμένον, ἐπὶ προσώπων, [[καλλονή]], [[ὡραιότης]], Σοφ. (ἴδε ἐν λ. [[ὕπουλος]]), Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· τὸ πλεῖστον ἐπὶ γυναικῶν, τὴν θυγατέρα, δεινόν τι [[κάλλος]] καὶ [[μέγεθος]] Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· Γαλάτεια, [[κάλλος]] Ἐρώτων Φιλόξ. 8· Ἑλένη καὶ [[Λήδα]] καὶ [[ὅλως]] τὰ ἀρχαῖα κάλλη Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 18. 1, πρβλ. Εἰκ. 2· ὡς ὁ Τερέντιος (ἐν Εὐνούχω) 2. 2, 70) λέγει forma ἀντὶ formosa puella. 3) ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], ὡραῖα πράγματα, [[οἷον]] ἐνδύματα καὶ ὑφάσματα, ἐν ποικίλοις.. κάλλεσιν βαίνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 923· βάπτειν τὰ κάλλ. Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 45· πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 110Α, Κριτίαν 115D, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 64, Ἡσ. ἐν λ.· κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Πλάτ. Νόμ. 625Β· κάλλεα κηροῦ, ὡραῖα ἔργα ἐκ κηροῦ, δηλ. κηρῆθραι, Ἀνθ. Π. 9. 363, 15· κάλλη τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα ἱερῶν Δημ. 35. 15· κάλλη οἰκοδομημάτων = καλὰ οἰκοδομήματα Πλούτ. 2. 409Α, πρβλ. 935, Δίων Κ. 65. 16. - Ὅρα [[ὡσαύτως]] κάλλαια.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> beauté;<br /><b>1</b> <i>dans Hom., en parl. de la beauté physique</i>;<br /><b>2</b> <i>postér. en parl. soit de la beauté physique des <i>pers.</i> ou des choses, soit de la beauté morale</i>;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> <b>1</b> belle chose (bel ouvrage, beau vêtement) ; τὰ κάλλη de belles choses;<br /><b>2</b> belle femme, une beauté.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]].
}}
}}