3,277,002
edits
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκοιμάομαι''': παθ., [[μετὰ]] μέλλ. -ήσομαι, πρκμ. -κεκοίμημαι, κοιμῶμαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, σ. γυναικὶ Ἡρόδ. 3. 69, Λυσί. παρ’ Ἀθην. 535Α˙ ἐπὶ τῆς γυναικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1258, Σοφ. Ἠλ. 274, Εὐρ. Φοίν. 54, κλπ.˙ ― ἀπολ., [[μετέχω]] τῆς αὐτῆς κλίνης, ἐπὶ τέκνου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 13. ΙΙ. μεταφ., σ. τοῖς πράγμασι, ἐπὶ ἱστοριογράφου, rebus gestis indormire, Πολυβ. Ἐκλ. Βατ. σ. 401. | |lstext='''συγκοιμάομαι''': παθ., [[μετὰ]] μέλλ. -ήσομαι, πρκμ. -κεκοίμημαι, κοιμῶμαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, σ. γυναικὶ Ἡρόδ. 3. 69, Λυσί. παρ’ Ἀθην. 535Α˙ ἐπὶ τῆς γυναικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1258, Σοφ. Ἠλ. 274, Εὐρ. Φοίν. 54, κλπ.˙ ― ἀπολ., [[μετέχω]] τῆς αὐτῆς κλίνης, ἐπὶ τέκνου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 13. ΙΙ. μεταφ., σ. τοῖς πράγμασι, ἐπὶ ἱστοριογράφου, rebus gestis indormire, Πολυβ. Ἐκλ. Βατ. σ. 401. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> συγκοιμήσομαι, <i>pf.</i> συγκεκοίμημαι;<br />coucher avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], κοιμάομαι. | |||
}} | }} |