Anonymous

συγκοιμάομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> συγκοιμήσομαι, <i>pf.</i> συγκεκοίμημαι;<br />coucher avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], κοιμάομαι.
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> συγκοιμήσομαι, <i>pf.</i> συγκεκοίμημαι;<br />coucher avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], κοιμάομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκοιμάομαι:''' Παθ., με μέλ. <i>-ήσομαι</i>, παρακ. <i>-κεκοίμημαι</i>· [[κοιμάμαι]] μαζί, [[πλαγιάζω]] με κάποιον, με δοτ., σε Ηρόδ., Τραγ.
}}
}}